ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΙΩΑΝΝΗ
Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.

Αγία Γραφή, Ερμηνεία και Πατρολογία

Πήγαινε κάτω

Αγία Γραφή, Ερμηνεία και Πατρολογία Empty Αγία Γραφή, Ερμηνεία και Πατρολογία

Δημοσίευση από raimon Σαβ Απρ 06, 2013 12:46 pm

vas019 έγραψε:Σχέδιο ανάλυσης και κατανόησης της Αγίας Γραφής

Μία σωστή και υπεύθυνη ερμηνεία κειμένου, απαιτεί προσοχή και γνώση. Πολύ δε περισσότερο, όταν αυτό είναι Ιερό Κείμενο, όπως η Αγία Γραφή. Και λόγω αυτής της ιδιότητάς της ως Ιερού Κειμένου, πολλοί φοβούνται να την ερμηνεύσουν, λες και γράφτηκε για λίγους. Άλλοι πάλι, πηγαίνοντας στο άλλο άκρο, ερμηνεύουν την Αγία Γραφή πρόχειρα και απρόσεκτα, αποσπασματικά ή με προκατάληψη. Το παρακάτω σχέδιο ερμηνείας λοιπόν, αποσκοπεί στη θεραπεία αυτών των δύο άκρων, χωρίς βέβαια να εξαντλεί όλα τα "βήματα" ερμηνείας που είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν. Είναι όμως ένας χρήσιμος οδηγός για αρχή.

1. Προσευχή για την επισκίαση του Αγίου Πνεύματος (Ο Θεός πάντοτε προπορεύεται, και μόνο δια του φωτισμού γίνεται ορθή ερμηνεία).



2. Ανάγνωση του εδαφίου

α) Προσεκτική ανάγνωση του εδαφίου από το Κείμενο και από Μεταφράσεις ή ερμηνεία που είναι δυνατό να διαθέτουμε.

β) Σκέψεις στην πρώτη εντύπωση

Ποιο είναι το θέμα συζήτησης;

Τι προσπαθεί να πει ο συγγραφέας;



3. Συμφραζόμενα και προέλευση ως εμάς.

α) Προσεκτική ανάγνωση των συμφραζομένων από Κείμενο και Μεταφράσεις

β) Ποιο είναι το γενικό θέμα της περικοπής;

γ) Συνδετικές λέξεις συμφραζομένων με το εδάφιο

δ) Τι υποδηλώνει το εδάφιο;

Επεξήγηση; Ορισμό; Παρότρυνση; Παράδειγμα; Αντίθεση; Απαγόρευση; Αφήγηση; Ιστορική τοποθέτηση; Παράκληση; Πρόκληση; Κατάρα; Ευλογία; Ερώτηση; Απάντηση; Απολογία; Προσωπική τοποθέτηση; Δήλωση; Πληροφόρηση; Ευχαριστία; Πρόρρηση; Διανοητική εντύπωση; Διαβεβαίωση; Πρόσκληση; Αίτηση; Απαίτηση; Επιχείρημα; Περιγραφή; Κατατόπιση; Κλπ

Είναι συνδυασμός των ανωτέρω; Περιέχει περισσότερα από ένα;



ε) Ποιος μιλάει στην αφήγηση;

I. Πληροφορίες για αυτόν. Αξιοπιστία και ιδεολογία του

II. Γλώσσα του

III. Γιατί τα είπε; (Πιθανοί λόγοι) Ενόψει ποιου θέματος;

IV. Πότε τα είπε;

V. Πού βρισκόταν; (γεωγραφικά και τοπολογικά)

VI. Συνήθειες, προβλήματα, ιδιορρυθμίες ή ιδιωματισμοί της εποχής ή του τόπου του ομιλούντος ή της γλώσσας του, που θα επηρέαζαν τα λεγόμενα.

VII. Ψυχολογική κατάσταση του ομιλητή

VIII. Γεγονότα του καιρού που μιλούσε



στ) Σε ποιον ή σε ποιους μιλάει;

Ι. Πληροφορίες για αυτούς, προβληματισμοί τους, ιδέες του

II. Πώς θα καταλάβαιναν αυτοί τα λόγια του;

III. Τι ψυχολογικές επιδράσεις θα είχαν τα λόγια του σ’ αυτούς;

IV. Θα επηρέαζαν τα παραπάνω το νόημα;



ζ) Συγγραφέας

Επανάληψη των σημείων του ε) ως προς τον συγγραφέα



η) Σε ποιον ή σε ποιους έγραφε;

Επανάληψη των σημείων του ε) ως προς τους αναγνώστες



θ) Μεταφραστής (αν είναι μετάφραση)

Ι. Επανάληψη των σημείων του ε) ως προς το μεταφραστή.

ΙΙ. Τι λένε οι κριτικοί γι' αυτή τη μετάφραση;

ΙΙΙ. Για ποιες ιδεολογικές ανάγκες δημιουργήθηκε; Επιπτώσεις τους.


ι) Για ποιος μετέφρασε;

Επανάληψη των σημείων ζ) ως προς τους πρώτους χρήστες της μετάφρασης



ια) Γλωσσική σύγκριση των λέξεων του εδαφίου μεταξύ των γλωσσών γράφοντος, του ομιλούντος και του μεταφραστή (αν είναι μετάφραση)



4. Γεωγραφική τοποθέτηση των αναφερομένων γεγονότων ή θέματος

α) Τοπικές πληροφορίες του εδαφίου

β) Τοπικά επιρρήματα ή άλλες λέξεις που δείχνουν τις σχέσεις των αντικειμένων στο χώρο ή σε κάποιο χώρο.

γ) Πιθανοί ιδιωματισμοί τέτοιων λέξεων

δ) Τοπική χρήση των λέξεων, του θέματος ή των παραβολών



5. Χρονική τοποθέτηση του αναφερομένου γεγονότος ή θέματος

α) Χρονικές πληροφορίες του εδαφίου (μια πιο κριτική μελέτη, λαβαίνει υπ’ όψιν της το στενό χρονολογικό πλαίσιο)

β) Ιστορική τους τοποθέτηση

γ) Χρονική κατάταξη των στοιχείων του εδαφίου

δ) Χρονική κατάταξη των γεγονότων του εδαφίου σε σχέση με τα γεγονότα των συμφραζομένων, ή μεταξύ τους.

ε) Χρόνοι ρημάτων

ς) Χρονικά επιρρήματα ή άλλες λέξεις που δείχνουν τις σχέσεις των αντικειμένων στο χρόνο

ζ) Έρευνα για ιδιωματισμούς στους χρόνους ρημάτων ή άλλων λέξεων

η) Χρήση του παραδείγματος ή του αντικειμένου του σε κάθε εποχή. Αν είναι εντολή ποιο χρονικό διάστημα καλύπτει ως εντολή; Γιατί;



6. Ανάλυση λέξεων

α) Από λεξικό. Πιθανές έννοιες, παραφθορές.

β) Έρευνα αξιοπιστίας του Λεξικού σε πολύ σημαντικά θέματα. Σχέση της κάθε λέξης με τις προηγούμενες ή τις επόμενες

γ) Αντιστοιχία αντωνυμιών ή άλλων λέξεων με τα πρόσωπα ή τα πράγματα που υποκαθιστούν

δ) Γραμματική ανάλυση των λέξεων (μέρος του λόγου, πτώσεις, κλίσεις κλπ)

Ι. Πώς επηρεάζουν το νόημα αυτά τα χαρακτηριστικά των λέξεων;

ΙΙ. Πιθανοί ιδιωματισμοί

ΙΙΙ. Μήπως το νόημα των συμφραζομένων δημιουργεί περιορισμούς, ή βοηθάει αλλιώς, να κατανοήσουμε το Γραμματικό τύπο της φράσης που μας ενδιαφέρει;



ε) Σύνδεση και χρήση των λέξεων του εδαφίου στην υπόλοιπη Γραφή

ζ) Ορισμοί της υπόλοιπης Γραφής για λέξεις του εδαφίου



7. Νοηματική σύνδεση με παράλληλα Γραφικά εδάφια

α) Τι λέει η υπόλοιπη Αγία Γραφή για τις λέξεις ή το θέμα του εδαφίου;

I. Έρευνα για ορισμούς σχετικούς με το εδάφιο

ΙΙ. Έρευνα για συγκρίσεις σχετικές το εδάφιο



8. Καλολογικά και άλλα στοιχεία

α) Έρευνα για ορισμούς που τυχόν περιέχονται στο εδάφιο

β) Έρευνα για συγκρίσεις που τυχόν περιέχονται στο εδάφιο

γ) Τι καλολογικά στοιχεία υπάρχουν;

δ) Έρευνα για αναγραμματισμούς και άλλα τεχνάσματα του πρωτότυπου κειμένου

ε) Χαρακτηριστικά τυχόντος παραδείγματος ή παρομοίωσης

Ι. Ιδιότητες και χρήση του υποκατάστατου

ΙΙ. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του

ΙΙΙ. Πιθανές εφαρμόσιμες διαστάσεις του

ΙV. Υπερβολές του

V. Χρήση του στις υπόλοιπες Γραφές



9. Πιθανές ερμηνείες

α) Σύνολο πιθανών ερμηνειών συνολικά ή σε επιμέρους σημεία.

β) Η ερμηνεία είναι κατά γράμμα, συμβολική, διπλή ή πολλαπλή;

γ) Ωφέλεια που αποκομίζεται από κάθε πιθανή ερμηνεία

δ) Εις άτοπον απαγωγή.

Ι. Περιορισμοί που τίθενται σε ερμηνείες από άλλα εδάφια.

ΙΙ. Επιρροή του όλου Γραφικού νοήματος από κάθε πιθανή ερμηνεία



10. Περιορισμοί που τίθενται απ’ αυτές τις ερμηνείες σε ερμηνείες άλλων Γραφικών εδαφίων



11. Πώς ερμηνεύθηκε αυτό το εδάφιο από τους Πατέρες της Εκκλησίας;

α) Πώς το ερμήνευαν κατά την πρωιμότερη Χριστιανική εποχή που μπορούμε να βρούμε στοιχεία γι' αυτό;

Ι. Ποιοι ήταν αυτοί που το ερμήνευαν;

ΙΙ. Ήταν άγιοι;

ΙΙΙ. Σε ποια περίοδο της ζωής τους το ερμήνευσαν;

ΙV. Τι επίδραση μπορεί να είχε στην ερμηνεία τους η ΤΟΤΕ πνευματική τους κατάσταση;

V. Τι επίδραση είχε η κατάσταση γνώσης της εποχής;



β) Είχε την ίδια ερμηνεία σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας;

Ι. Αν ναι, έχουμε ήδη την ερμηνεία της Εκκλησίας του Κυρίου.

ΙΙ. Αν όχι, τι διαφοροποιήσεις υπήρξαν;

ΙΙΙ. Μήπως οι διαφορετικές ερμηνείες είναι συμπληρωματικές;

ΙV. Ποιοι το ερμήνευσαν; (επανάληψη των βημάτων του σημείου 11α).

V. Σύγκριση με την ερμηνεία που είχαμε ήδη δώσει εμείς στο χωρίο αυτό.

VΙ. Αν η δική μας ερμηνεία μας δίνει διαφορετικά συμπεράσματα, μήπως αυτό οφείλεται σε γνωσιολογική διαφορά της εποχής μας σε θέματα που δεν είναι σωτηριολογικά;

VΙΙ. Θα μπορούσε η δική μας ερμηνεία να είναι συμπληρωματική εκείνης;

VΙΙΙ. Εάν υπάρχει δογματική σύγκρουση με την ερμηνεία των Πατέρων στη διάρκεια της ιστορίας, και δεν υπάρχει δυνατότητα συμβιβασμού της ερμηνείας μας, εξετάζουμε πού κάναμε λάθος, και διορθώνουμε τις απόψεις μας, ώστε να συμφωνούν με την διαχρονική ερμηνεία της Εκκλησίας του Κυρίου, που είναι "ο στύλος και το Εδραίωμα της αληθείας".


12. Εφαρμογή του εδαφίου στη ζωή μας ή στην γενικότερη τοποθέτησή μας.

http://www.oodegr.com/oode/grafi/sxedio1.htm
raimon
raimon

Αριθμός μηνυμάτων : 9043
Ημερομηνία εγγραφής : 08/03/2013

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Αγία Γραφή, Ερμηνεία και Πατρολογία Empty Απ: Αγία Γραφή, Ερμηνεία και Πατρολογία

Δημοσίευση από raimon Σαβ Απρ 06, 2013 12:47 pm

vas019 έγραψε:Η Ερμηνεία της Αγίας Γραφής

Τα κείμενα της Αγίας Γραφής, εν προκειμένω της Καινής Διαθήκης, δεν είναι απλώς κείμενα φιλολογικά. Προ παντός, είναι κείμενα εκκλησιαστικά. Η Εκκλησία συνέγραψε αυτά τα κείμενα και η Εκκλησία μπορεί να τα ερμηνεύσει αυθεντικά.

Εκκλησία είναι οι άγιοι που αποτελούν κοινωνία με την Κεφαλή της, τον Κύριο Ιησού Χριστό. Εκκλησία είναι η ενότητα της Κεφαλής, δηλαδή του Χριστού και των αγίων, τα μέλη του Σώματος Του, σύμφωνα με τη διδασκαλία του απ. Παύλου: «Υμείς δε εστε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους." (1 Κορινθ. κεφ. 12, Κολοσσ. 1: 18, Εφεσ. κεφ 4) Σύμφωνα με τη διδασκαλία του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, μέλη του Σώματος του Χριστού είναι οι βαπτισμένοι και βεβαιόπιστοι Χριστιανοί, που ζουν οργανικά ενωμένοι με την Κεφαλή. Ως κατοικητήρια του Αγίου Τριαδικού Θεού, οι άγιοι είναι φορείς της Παραδόσεως, της αδιαλείπτου δηλαδή ενέργειας του Παναγίου Πνεύματος, που υπάρχει μέσα στην Εκκλησία και την κατευθύνει «εις πάσαν την αλήθειαν» - Ιω 16: 13, επ. Ιούδα, 3.

Επομένως, η Καινή Διαθήκη και γενικότερα η Αγία Γραφή, ως κείμενο εκκλησιαστικό, φυλάσσεται στους κόλπους της Εκκλησίας και ερμηνεύεται από αυτήν. Βεβαίως, οι διάφορες άλλες γνώσεις (ιστορικές, φιλολογικές, κ.λπ.,) μπορούν να είναι χρήσιμες και βοηθητικές, αλλά πρέπει να τονισθεί ότι μόνον εκείνοι που έχουν το ΄Αγιο Πνεύμα μπορούν να ερμηνεύσουν τη διδασκαλία των Αποστόλων, απλούστατα γιατί αυτοί έχουν την ίδια εμπειρία. Και αυτοί οι πραγματικοί ερμηνευτές των Γραφών μπορεί να είναι αλιείς και αγράμματοι. ΄Όμως, το ΄Αγιο Πνεύμα τους φωτίζει να κατανοήσουν το βάθος του χωρίου.1

«΄Ολη η Αγία Γραφή λέμε ότι διαιρείται σε σάρκα και σε πνεύμα, σαν να είναι ένας πνευματικός άνθρωπος. Και εκείνος που λέει ότι το γράμμα της Γραφής είναι σάρκα και το νόημά του ότι είναι πνεύμα, δηλαδή ψυχή, δεν κάνει λάθος. Και είναι φανερά σοφός εκείνος που άφησε το φθειρόμενο μέρος και δόθηκε ολότελα στο άφθαρτο.

«Σ’ εκείνους που μελετούν με μεγάλη επιμέλεια τις θείες Γραφές, ο Κύριος παρουσιάζεται να έχει δύο μορφές. Η μία είναι κοινή και πιο δημώδης και [όχι] σε λίγους θεατή, και σ’ αυτήν αναφέρεται η φράση: ‘Τον είδαμε και δεν είχε ωραιότητα ούτε κάλλος’. (Ψαλμ. μθ΄ 14, ριε΄ Cool Η άλλη είναι πιο μυστική και λίγοι τη φτάνουν, όσοι έχουν γίνει ήδη όμοιοι με τους αγίους αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη, μπροστά στους οποίους μεταμορφώθηκε ο Κύριος με λαμπρότητα που υπερβαίνει την αίσθηση. Με τη μορφή αυτή είναι ‘ωραίος περισσότερο από όλους τους υιούς των ανθρώπων.’ (Ψαλμ. μδ΄ 3)»2

Η αυθεντική λοιπόν ερμηνεία των Γραφών είναι θέμα πνευματικής ζωής. Ο όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός γράφει: «Και απλώς πάσα γραφή και πας λόγος Θεού ή Αγίου τινός ή των αισθητών ή των νοητών κτισμάτων σκοπόν έχει εν εαυτώ κεκρυμμένον. Ου μόνον δε αλλά και πας ανθρώπινος λόγος. Και ουδείς γινώσκει τον νουν του τυχόντος ρητού, ει μη δι’ αποκαλύψεως.» «… μετά ταπεινώσεως και συμβουλής των εμπείρων, έργω μάλλον ή λόγω μαθείν, τα δε σεσιγημένα υπό των θείων Γραφών μηδ’ όλως ζητείν….Και πως τολμά τις ειπείν ότι γινώσκω τον σκοπόν του Θεού τον εν ταις θείαις Γραφαίς κεκρυμμένον, χωρίς αποκαλύψεως του Υιού αυτού;»3

Όσοι χρησιμοποιούν την κοσμική σοφία και μάθηση λαμβάνουν ένα μικρό μόνο μέρος αυτής της γνώσεως, ενώ όσοι διαθέτουν πνευματική γνώση, έχουν όλη τη γνώση: «Το πηγαδι του Ιακώβ είναι η Γραφή. Το νερό είναι η θεία γνώση που περιέχει η Γραφή. Το βάθος είναι το δυσκολοπλησίαστο νόημα των γραφικών αινιγμάτων….Το δοχείο της αντλήσεως, δηλαδή η μάθηση, παίρνει ένα ελάχιστο μέρος της γνώσεως και αφήνει το όλον που με κανένα λόγο δεν πιάνεται. Ενώ η κατά χάρη γνώση έχει το σύνολο – και μάλιστα χωρίς μελέτη – της δυνατής για ανθρώπους σοφίας, η οποία αναβλύζει ανάλογα με τις ανάγκες.»4

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς επανειλημμένα αναφέρει ότι οι άγιοι Πατέρες είναι οι ασφαλείς θεολόγοι της Εκκλησίας. ΄Οσοι έφτασαν στη θεωρία του ακτίστου Φωτός, ενώθηκαν με Αυτό και απέχτησαν το «θεολογείν ασφαλώς». Γράφει χαρακτηριστικά: «…η προς το υπερφαές φως υπερφυής ένωσις, παρ’ ης μόνης εγγίνεται και το θεολογείν ασφαλώς.»5

Εξηγεί ο καθηγητής π. Ιω. Ρωμανίδης: «Εξ ορθοδόξου επόψεως, εκείνο το οποίον κάμνει το κείμενον θεόπνευστον δεν είναι αι αρχικαί λέξεις καθ’ εαυτάς, αλλά η υπό των θεουμένων ερμηνεία του κειμένου, διότι όσον ακριβές προς το πρωτότυπον και αν είναι το κείμενον, εις χείρας μη θεουμένων και εκτός της κοινωνίας αυτών ευρισκομένων δεν ωφελεί. Και τα ίδια τα υπό προφητών και αποστόλων ιδιοχείρως γραφόμενα και αν είχον αυτοί ίνα διαβάσουν και μελετήσουν, πάλιν κεκρυμμένον από αυτούς θα είναι το μέγα της ευσεβείας μυστήριον. Και τούτο, διότι θεόπνευστον δεν είναι το κείμενον καθ’ εαυτό, αλλά θεόπνευστος είναι ο γράφων αυτό θεούμενος, ή θεόπνευστα τα περί θεουμένου γραφόμενα, αλλά μόνον, όταν υπό θεουμένου ερμηνεύονται.»6

Ωστόσο, οι άγιοι «ου πάντα σκοπόν Θεού περί εκάστου πράγματος ή γραφικού λόγου γινώσκουσιν…», διότι «ο Θεός ακατάληπτός εστι και η σοφία αυτού ουκ έχει πλήρωμα»7. «Ο ούτως ευρεθείς εν θεωρία θεούμενος και θεόπνευστος δεν γίνεται απλανής φιλόσοφος ή επιστήμων, αλλ’ απλανής θεολόγος. Περί Θεού ομιλεί απλανώς, αλλά δεν καθίσταται αλάθητος περί της δομής και των μυστηρίων του σύμπαντος.»8

Συνεπώς, η Αγία Γραφή δεν μπορεί να ερμηνευθεί η να προσεγγισθεί αποκομμένη από την Παράδοση της Εκκλησίας. Όπωσδήποτε δε, δεν αρκεί η διανοητική κατανόηση της, η οποία μπορεί να αποτελεί και διαστροφή του λόγου του Θεού. Ας μη λησμονούμε όσα γράφει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: «Υπάρχουν μερικοί ακάθαρτοι δαίμονες που μόλις αρχίσει κάποιος τη μελέτη της Αγίας Γραφής, του αποκαλύπτουν την ερμηνεία της. Τούτο ιδιαίτερα αγαπούν να το κάνουν σε καρδιές κενοδόξων ανθρώπων και μάλιστα μορφωμένων με την κατά κόσμον παιδεία. Και αποσκοπούν να τους ρίξουν σε αιρέσεις και βλάσφημες ιδέες, απατώντας τους σιγά – σιγά….»9



Παραπομπές

1. Βλ. Αρχιμ. Ιεροθ. Βλάχου, ‘Η Αποκάλυψη του Θεού’, εκδ. Ιερ. Μον. Γενεθλίου της Θεοτόκου, 1991, σ 72, 73.

2. Αγ. Μάξιμου του Ομολογητού, ‘Α΄εκατοντάδα προς Θαλάσσιο’, 91, 97, Φιλοκαλία στη νεολληνική, τομ. 2ος, εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, 1988

3. ‘Φιλοκαλία’, εκδ. Παπαδημητρίου, τομ. Γ΄, σ. 96, 97.

4. Αγ. Μαξίμου του Ομολογητού, ‘ Δ΄ εκατοντάδα διαφόρων κεφαλαίων’, 29.- Φιλοκαλία στη νεοελληνική, Τομ. 2ος, εκδ. Το Περιβόλι της Παναγίας, 1988, σ. 172.

5. Αγ. Γρηγ. Παλαμά, έργα ΕΠΕ, τομ. 2ος, σ. 182.

6. Π. Ιω.Ρωμανίδου, ‘ Δογμ. και Συμβολική θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας’, τομ Α΄ σ. 151.

7. Οσίου Πέτρου του Δαμασκηνού, ‘Βιβλίο πρώτο’ ,Φιλοκαλία, εκδ. Παπαδημητρίου, τομ. Γ΄ σ. 157.

8. Π. Ιω. Ρωμανίδης, ‘Κριτική θεώρησις των εφαρμογών της θεολογίας’ εις «Πρακτικά Δευτέρου συνεδρίου Ορθοδόξου Θεολογίας.», σελ. 434.

9. Ιω. Σιναίτου, ‘Κλίμαξ’, Λόγος ΚΣΤ΄ Περί Διακρίσεως – Β΄ 36, εκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου, 1994 σ. 316.

http://www.oodegr.com/oode/grafi/grafi4.htm
raimon
raimon

Αριθμός μηνυμάτων : 9043
Ημερομηνία εγγραφής : 08/03/2013

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Αγία Γραφή, Ερμηνεία και Πατρολογία Empty Απ: Αγία Γραφή, Ερμηνεία και Πατρολογία

Δημοσίευση από raimon Σαβ Απρ 06, 2013 12:48 pm

vas019 έγραψε: Ο ρόλος των Πατέρων στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής

Απόσπασμα από το εγχειρίδιο για τους Σπουδαστές: "Ερμηνευτική των Ιερών κειμένων" του Σάββα Αγουρίδη, Καθηγητή Πανεπιστημίου. (Έκδοση 1984. Σελίδες 52 - 60)

Τα κείμενα των αγίων Πατέρων, είναι για τους Χριστιανούς μια ευλογημένη προμήθεια του Θεού. Εκεί φαίνεται ο φωτισμός και συχνά η θεοπνευστία των αγίων, που αποτελούν ασφαλή οδηγό προς τον Χριστό. Όμως μερικοί Χριστιανοί πέφτουν σε έναν ιδιόμορφο τύπο "Ορθοδοξίζοντος Προτεσταντισμού". Όπως οι Προτεστάντες λένε: "δεν δέχομαι τίποτα αν δεν το δω από την Αγία Γραφή", έτσι και οι Χριστιανοί αυτοί, επειδή δεν έχουν σαφή εικόνα των Αγίων Γραφών, τις "φοβούνται", και λένε: "Δεν δέχομαι τίποτα αν δεν το δω από τους Πατέρες". Λες και η πίστη μας είναι νεκρό γράμμα! Στο άρθρο αυτό λοιπόν, θα δούμε αν πράγματι είναι τόσο απόλυτη η ερμηνευτική αποκλειστικότητα των αγίων Πατέρων.

Ας δούμε ποια δικαίωση είναι δυνατό να έχει καθεαυτή η θέση πως οι Πατέρες εξηγητές προσφέρουν μασημένη τροφή, που δήθεν καθιστά περιττή την κατευθείαν από μας μάσηση της αγιογραφικής τροφής.

Λένε μερικοί: «Είναι τόσο δύσκολο να εξηγήσει και να καταλαβαίνει κανείς τις άγιες Γραφές. Διαβάζοντας όμως κανείς τα Εξηγητικά των Πατέρων, βρίσκει εκεί έτοιμη και μασημένη την τροφή που θέλει».

Εν πρώτοις, πρέπει να σημειωθεί πως μία τέτοια διατύπωση έχει χαρακτήρα «οικονομικό» και «παιδαγωγικό»∙ δεν είναι η ορολογία της θεολογίας αυτή. Μέθοδοι οικοδομής των πιστών δεν πρέπει να συγχέονται με τη θεολογία. Οι ίδιοι οι Πατέρες διαρκώς παραπέμπουν τους χριστιανούς στην Αγία Γραφή. Είναι πολύ διδακτικό το γεγονός ότι η όλη διδασκαλία τους, όχι μόνο η θεολογική, αλλά και η πρακτική-οικοδομητική στηρίζεται στις Γραφές. Την κατήχηση, δηλαδή και την οικοδομή των χριστιανών αντιλαμβάνονται σαν γνώση των Γραφών και ανάλυση του νοήματός τους. Ουδέποτε δε διανοήθηκαν ότι τα συγγράμματά τους θα μπορούσαν να υποκαταστήσουν τα Ευαγγέλια και τις Επιστολές της Κ. Διαθήκης! Γι’ αυτούς η γραφή υπήρξε πάντοτε όχι μόνο το κριτήριο των απόψεών τους, αλλά και ανεξάντλητο θησαυροφυλάκιο εμπνεύσεως και ζωής πνευματικής.

Έπειτα, η Γραφή δεν είναι πάνω από την Εκκλησία, ούτε αποτελεί ένα είδος νομικής αυθεντίας εντός της Εκκλησίας. Η Αγία Γραφή είναι αυθεντική έκφραση της πίστεως και της ζωής της Εκκλησίας, που τελεί οργανική σχέση προς την πίστη και τη ζωή της όλης Εκκλησίας δια των αιώνων. Ο Κανόνας των ιερών βιβλίων καθορίσθηκε από την Εκκλησία όχι σαν κάποιος αυθέντης έξω και πάνω από αυτή, ούτε σαν κάποιος κώδικας θείων νόμων, που έχουν ανάγκη σχολιασμού με την παράθεση αυθεντικών ερμηνειών του παρελθόντος (Cate-nae), όπως ακριβώς συνέβαινε με το ρωμαϊκό δίκαιο και συμβαίνει με το δίκαιο εν γένει μέχρι σήμερα. Ο Κανόνας δεν είχε την έννοια νομοθεσίας. Εξαιτίας των Ιουδαίων και των αιρέσεων ήταν ανάγκη η Εκκλησία να δημιουργήσει δικό της κανόνα, για να δώσει έτσι στην Π. Διαθήκη την αρμόζουσα θέση και την ορθή έννοια μέσα στους κόλπους της∙ εξάλλου, με τη δημιουργία Κανόνα, απέβλεπαν στην καταπολέμηση των συγγραφών των αιρετικών, οι οποίοι εμφάνιζαν τα έργα τους στο όνομα Αποστόλων ή αποστολικών ανδρών, για τη διασπορά και επιβολή των ιδεών τους.

Η Αγία Γραφή δεν είναι νόμος αλλά «μαρτυρία», και οι συγγραφείς της δεν είναι νομοθέτες, αλλά «μάρτυρες». Αν π.χ. η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως κλάποια γνήσια επιστολή του αποστόλου Παύλου, κανένας δεν θα διενοείτο να την αποκλείσει από τον Κανόνα. Ούτε καν υπάρχει υποψία πως η εύρεση νέων κειμένων του αρχικού χριστιανισμού θα δημιουργούσε πρόβλημα ως προς την ουσία της πίστεως∙ απλούστατα, μ’ αυτό το νέο απόκτημα, κατά τρόπο αληθινά γνήσιο και αυθεντικό, θα πλουτιζόταν η γνώση και η πνευματική μας πείρα.

Αφού όμως η Γραφή είναι οργανικά δεμένη με την πίστη και τη ζωή της Εκκλησίας, δεν αντιλαμβάνεται κανείς γιατί μια ορισμένη εποχή μπόρεσε να την εννοήσει καλύτερα από άλλες, έτσι ώστε η καλύτερη αυτή κατανόηση των Γραφών, υπό τις συνθήκες μιας ορισμένεης εποχής, να αποτελεί κατά κάποιο τρόπο για τις άλλες το υλικό προς μίμηση και επανάληψη.

Σε μερικούς κύκλους δεν έχει γίνει επαρκώς κατανοητό πως οι Πατέρες εξηγητές δεν εξάντλησαν το περιεχόμενο των Γραφών, τις οποίες είδαν και ερμήνευσαν κατά θαυμάσιο ίσως τρόπο, αλλά από ορισμένες μόνο απόψεις, που επέβαλαν οι ανάγκες της εποχής τους.

Οι Πατέρες εξηγητές των αγίων Γραφών πρέπει να θεωρούνται κατεξοχήν οδηγοί μας στην προσπάθειά τους, ώστε να μείνουν μακριά από την αίρεση, και σε οργανική σχέση προς τη ζωή και την πίστη της όλης Εκκλησίας∙ κι αυτό όχι για κανένα άλλο λόγο, αλλά γιατί στην εποχή τους η Εκκλησία αντιμετώπισε σειρά ανθρώπων διανοουμένων επί ενός υψηλού επιπέδου πνευματικών ζυμώσεων υπό την επίδραση των φιλοσοφικών ρευμάτων της εποχής. Είναι, πράγματι, έξοχοι και, θα έλεγε κανείς, ανεπανάληπτοι δάσκαλοι στον τρόπο που ζούν και σκέπτονται την οργανική ενότητα Γραφής και Παραδόσεως, δηλαδή πίστεως και ζωής της Εκκλησίας. Καθόλα ανήκουν όμως στην εποχή τους.

Τα πατερικά κείμενα πρέπει να μελετώνται από τον ορθόδοξο βιβλικό επιστήμονα σαν σχολείο μυήσεως στο πνεύμα αυτής της οργανικής σχέσεως Γραφής και ζωής της Εκκλησίας. Κατά τα άλλα, ως προς το γράμμα, οι Πατέρες παρέχουν στον εξηγητή ένα πλούσιο φιλολογικό και ιστορικό ερμηνευτικό υλικό. Δεν είμαστε αγνώμονες ούτε για το τελευταίο αυτό. Είναι όμως, εξάλλου, γεγονός ότι το υλικό αυτό υστερεί του αντίστοιχου στη διάθεσή μας σήμερα. Εμείς γνωρίζουμε ασφαλώς καλύτερα τι συνέβαινε στην Κόρινθο ή στη Ρώμη, όταν ο Παύλος έγραψε στις Εκκλησίες αυτές τις επιστολές του. Και η πλουσιότερη αυτή γνώση μας βοηθά να εννοήσουμε τα ιερά κείμενα πληρέστερα και βαθύτερα.

Ό,τι αφορά στη φιλολογική, την ιστορική και την κριτική ανάλυση των ιερών κειμένων η γνώση μας σήμερα υπερέχει της γνώσεως των Πατέρων. Εκεί που οι Πατέρες γίνονται πολύτιμοι δάσκαλοί μας είναι στα ουσιώδη θέματα, όπως η κατανόηση του πνεύματος της «εκκλησιαστικότητας» των ιερών κειμένων, ότι δηλαδή δεν ανήκουν στην εποχή τους μόνο, όπως έχει την τάση να τα βλέπει ο ιστορικός και ο φιλόλογος, αλλά στην Εκκλησία καθόλου, και ότι, αφού ανήκουν στην Εκκλησία που είναι ζωή και οδός, εκφράζουιν αυτή τη ζωή και την οδό σε σχέση προς τις ποικίλες πλάνες και θεωρίες του κόσμου.

Μελετώντας τους Πατέρες όχι απλώς κατά γράμμα, αλλά κυρίως κατά πνεύμα, μυείται ο εξηγητής σε δύο κυρίως βασικές αρχές του μυστηρίου της Εκκλησίας:

(α) Ότι ο Θεός, σαν ο ουστιαστικός συγγραφέας των ιερών βιβλίων, μιλά δια μέσου αυτών προς την Εκκλησία του καθόλου, όπως μίλησε προς αυτήν κατά την εποχή που γράφτηκαν. Και

(β) ότι η Γραφή εκφράζει τον τύπο ζωής του μέλους του Σώματος του Χριστού, ο οποίος τύπος μας οδηγεί να πιστέψουμε και να ζήσουμε δια μέσου των ποικίλων πλανών και εκτροπών του βίου, που αντιμετωπίζει κάθε εποχή.

Η συμβολή αυτή της πατερικής εξηγητικής, που δεν έχει καμμία ουσιαστική σχέση προς τα περί της μασημένης τροφής και προς το σύστημα των Σειρών – είναι ιδιαίτερα σημαντική και σήμερα, κι αυτό γιατί η φιλολογική, ιστορική και κριτική έρευνα των ιερών κειμένων έχει αναλυτικό χαρακτήρα, και επομένως την τάση της εξετάσεως των επί μέρους προβλημάτων χωριστά από το σύνολο του μηνύματος των Γραφών, μερικές φορές μάλιστα χωριστά και από τις απόψεις του όλου κειμένου, που παρουσιάζει το υπό εξέταση πρόβλημα.

Η αναλυτική μέθοδος έρευνας πολλά προσέφερε και προσφέρει στον καθαρώς ερευνητικό τομέα. Χωρίς όμως ενίοτε να το καταλαβαίνει κανείς, παρασύρεται κατά την ανάλυση προς τοποθετήσεις αντιιστορικές, ένεκα των οποίων παύει να εννοεί μερικά βασικά πράγματα, αδυνατεί δε να δει τα κείμενα εντός της συνολικής συνάφειας της Εκκλησίας. Το έργο του ορθοδόξου βιβλικού επιστήμονα είναι ο συνδυασμός της αναλυτικής μεθόδου της σύγχρονης επιστήμης με τη συνθετική «μέθοδο» των Πατέρων.

Και οι αρχαίοι Πατέρες αντιμετώπισαν την αρχαία ελληνική αναλυτική μέθοδο. Την γνώρισαν και την σπούδασαν στις ελληνικές ειδωλολατρικές Σχολές και με τη βοήθεια του Πνεύματος της Εκκλησίας την υπερνίκησαν σαν άνθρωποι του Χριστού και σαν άνθρωποι του αιώνα τους. Χωρίς να αισθάνονται ότι υστερούν κατά την επιστήμη και τη σοφία της εποχής τους, ερμήνευσαν ιερά κείμενα εντός μιας άλλης προοπτικής, διάφορης από εκείνη που τα είδαν οι ειδωλολάτρες λόγιοι και οι ποικίλοι αιρετικοί.

Σήμερα το δικό μας έργο είναι δυσχερέστατο, γιατί η σύγχρονη αναλυτική φιλολογική και ιστορική εργασία είναι ενταγμένη στην εξελικτική και κινιτική περί του κόσμου και της ιστορίας άποψη, η οποία ήταν άγνωστη και στους Πατέρες και στους σύγχρονους τους ειδωλολάτρες λόγιους. Εξάλλου, η γνώση έχει τόσο αυξηθεί και τόσο διασπασθεί, ώστε είναι αδιανόητο σήμερα σε ένα πρόσωπο να συγκεντρωθεί όλη η γνώση και η παιδεία της εποχής μας, όπως ήταν δυνατό κατά την αρχαιότητα. Σήμερα πρέπει κανείς τουλάχιστον να είναι επιστήμονας σαν τον Teillard De Chardin, φιλόλογος και θεολόγος σαν τον Bultman και άγιος, όπως φερειπείν ο π. Ευσέβιος Μαθιόπουλος, για να έχει στην εποχή μας τη συγκρότηση που είχε ο Μ. Βασίλειος στα δικά του χρόνια, όταν έγραφε την «Εξαήμερο». Ο πλούτος στη γνώση και η διάσπαση αφενός, η εξελικτική και κινητική προοπτική αφετέρου, αυτά όλα είναι εντελώς νέοι παράγοντες, που δίνουν άλλη χροιά στο έργο της αναλύσεως κατά την εποχή μας. Υπό τα δεδομένα αυτά είναι φυσικό πως και η ορθόδοξη εξηγητική μπορεί να κινείται εντός πιο κινητικών και «πορειακών» προοπτικών με το αυτό δικαίωμα, με το οποίο η παλαιά εξηγητική κινούνταν μέσα σε πιο «στατικά» πλαίσια. Αυτά ως προς την ανάλυση.

Αλλά ως προς τη σύνθεση χρειάζονται μερικές παρατηρήσεις. Ο ορθόδοξος εξηγητής έχει να κάνει με κείμενα, που γεννήθηκαν από τη ζωή μιας κοινότητας, η οποία πιστεύουμε πως ήταν η κοινότητα «εις ην τα τέλη των αιώνων κατήντηκεν», ο δε περιεχόμενος στα κείμενά της λόγος πιστεύθηκε σαν ο «έσχατος» λόγος του Θεού προς την ανθρωπότητα. Τα κείμενα αυτά διέσωσε στους κόλπους της η Εκκλησία, σχολίασε, ερμήνευσε και εβίωσε μέχρι σήμερα, γιατί την οδηγούν προς κάπου. Για να βρούμε το μήνυμα των κειμένων αυτών για μας σήμερα, πρέπει ασφαλώς να γνωρίζουμε πρώτα-πρώτα τι νόημα είχαν εντός του περιβάλλοντος που γράφηκαν. Έτσι δεν εξηγούμε την προέλευση του μηνύματος, αλλά εξηγούμε τους τρόπους με τους οποίους κατανοήθηκε και βιώθηκε από τους ανθρώπους. Επομένως: το μέλλον είναι το «σημείο» από το οποίο θεάται κανείς το παρελθόν και το παρόν. Δηλαδή αυτό που περιμένει η Εκκλησία του Θεού είναι η ουσιαστική αφετηρία για την κατανόηση παρελθόντος και παρόντος. Η οποιαδήποτε «σύνθεση» έχει εσχατολογικό χαρακτήρα.

Η ανάλυση, εξάλλου, μας οδηγεί σε μία σειρά θεμάτων, προβλημάτων και ερωτημάτων της εποχής, που γράφηκαν τα ιερά κείμενα, μέσα σε μία προοπτική πως ο κόσμος τελειώνει γρήγορα. Δεν μπορούμε να πούμε πως τα βασικά από τα προβλήματα αυτά δεν είναι και δικά μας. Σ’ εμάς όμως παρουσιάζονται υπό τελείως διάφορη μορφή. Οι Πατέρες «συνέθεσαν» τα δεδομένα των Γραφών με τα δεδομένα της εποχής τους. Και σ’ αυτό είναι λαμπροί οδηγοί και δάσκαλοί μας: Τα δεδομένα όμως της πατερικής εποχής είναι από πολλές απόψεις διάφορα από τα δεδομένα της δικής μας.

Αναφέρω μερικά παραδείγματα:

Το κοσμοείδωλο, η εικόνα δηλαδή περί κόσμου, είναι σήμερα εντελώς άλλη απ’ ό,τι ήταν κατά τους χρόνους της Κ.Δ. και των Πατέρων. Δεν υπάρχει πια σήμερα η εικόνα για έναν κόσμο με τρία πατώματα.

–Η έννοια της ιστορίας, επίσης, είναι σήμερα τελείως διάφορη, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στη σωτηριολογική σημασία του χρόνου, της επιστήμης και της τεχνικής. Αλλιώτικα αισθάνεται ο άνθρωπος στη θέση του σήμερα μέσα στον κόσμο και στην ιστορία. Όσο επεκτείνεται ο κόσμος και η ιστορική κονίστρα, παράδοξα τόσο σμικρύνεται η σημασία του ανθρώπου, οπότε υπό άλλη μορφή παρουσιάζεται το πρόβλημά του, εντός του σχεδίου του Θεού.

–Η έννοια της ανθρωπότητας, όχι εντός του σχήματος της ρωμαϊκής οικουμένης ή της μεσαιωνικής ανατολικής ή δυτικής αυτοκρατορίας, αλλά υπό μία έννοια αληθινά οικουμενική.

–Η έννοια της ύλης και η περιφρόνησή της καθόλη την ελληνιστική περίοδο αντίθετα προς ό,τι συμβαίνει από την εποχή της Αναγεννήσεως και την αυγή των νεώτερων χρόνων.

–Η δυνατόητα του ανθρώπου, παρά τη σημερινή εκμηδένισή του, να καταστρέψει τον πλανήτη μας ή να τον αναμορφώσει ή τις οίδε τι άλλο.

–Η κοινωνική επανάσταση σε παγκόσμια διάσταση με την ελπίδα δημιουργίας μιας νέας ζωής και σωτηρίας από τα σημερινά δεινά.

–Η αλλαγή στο νόημα της εργασίας, στη θέση της γυναίκας και του παιδιού μέσα στις σύγχρονές μας κοινωνίες.

–Και για να μη συνεχισθεί ατέλειωτα ο κατάλογος, ας μνημονευθεί τελικά ο σύγχρονος ανθρωποκεντρισμός, που κατέληξε στην άρνηση του Θεού. Η αθεΐα κατά τους χρόνους της Κ.Δ. και των Πατέρων, αν δεν ήταν άγνωστη, ήταν σπάνιο και μεμονωμένο φαινόμενο∙ σήμερα όμως είναι η επίσημη ιδεολογία κοινωνικών καθεστώτων, που καλύπτουν μεγάλο τμήμα του πλανήτη μας και επηρεάζουν το υπόλοιπο.

Οι αλλαγές αυτές που αναφέρθηκαν και πολλές άλλες δεν επηρέασαν τη ζωή των ανθρώπων τόσο κατ’ έκταση, ποσοτικά, όσο την σφραγίζουν ποιοτικώς. Είναι δυνατό, π.χ. να ισχυρισθεί κανείς ότι ο σημερινός άνθρωπος ζει την αμαρτία και τη σωτηρία υπό τις μορφές που έζησαν αυτά οι άνθρωποι του 1ου ή του 5ου αι.; Ασφαλώς ζει πολύ βαθιά τρομερά δυσάρεστες καταστάσεις καθώς και την ανάγκη να γλιτώσει από αυτές. Λοιπόν, κατά τα δεδομένα αυτού του νέου κόσμου, πρέπει πατώντας στα αχνάρια της πατερικής «συνθέσεως», με τη σειρά μας να τον «συνθέσουμε» με την πίστη της αρχικής Εκκλησίας, όπως εκφράζεται στα κείμενά της. Το έργο είναι δύσκολο, αλλά είναι απαραίτητο.

Είναι δύσκολο έργο, γιατί πολλοί θεολόγοι δεν είμαστε συνηθισμένοι στης έννοιες αλλαγή, μεταβολή, μεταμόρφωση, παρά το γεγονός ότι η θεολογία μας βλέπει τον άνθρωπο γενικώς υπό δυναμικό πρίσμα∙ είτε στην πτώση είτε στο δρόμο προς το «καθ’ ομοίωση» ο άνθρωπος δεν μένει ο ίδιος, μεταβάλλεται. Εν τούτοις, η έννοια αλλαγή μας είναι αρκετά ξένη.

Έπειτα, ενώ μιλάμε για άγιο Πνεύμα, δεν ανοίγουμε τον εαυτό μας ελεύθερα στις ενέργειές του. Εξήγηση και ερμηνεία του ιερού κειμένου συμπλέκονται.

Η εξήγηση του ιερού κειμένου είναι η κατανόησή του εντός της συγκεκριμένης καταστάσεως της εποχής του και εντός του υπόβαθρου της γενικής εμπειρίας της Εκκλησίας.

Η ερμηνεία του είναι η ορθή «εν αγίω Πνεύματι» απόδοση του νοήματος του Ευαγγελίου δια μέσου των παλαιών μορφών μέσα σε νέες μορφές, που να ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες. Οι νέες αυτές μορφές πρέπει να καθιστούν, για μας και τους συγχρόνους μας, το Ευαγγέλιο ζωή αληθινή, και να μη το παρουσιάζουν σαν μία κάπως μακρινή και χαώδη απομίμηση και επανάληψη όρων και εικόνων μιας άλλης, παλιάς εποχής. Όχι το πνεύμα του ερμηνευτή, αλλά το άγιο Πνεύμα, που οδηγεί στην ελευθερία και την αλήθεια, πρέπει να είναι βιωματικά κτήμα του ορθοδόξου ερμηνευτή, στην οργανική του σχέση προς την Εκκλησία με την καθολική της έννοια. Αυτό αποτελεί απαραίτητο συντελεστή, όχι τόσο της εξηγήσεως, όσο της «ερμηνείας» των ιερών κειμένων.

Η απόρριψη του μυστηρίου του αγίου Πνεύματος στο θέμα της αλήθειας κατά την ερμηνεία των ιερών κειμένων, με την έννοια της πιστότητας στην ουσία της εκκλησιαστικής παραδόσεως και της μεταφράσεως της ουσίας αυτής σε νέες μορφές και εικόνες, αποτελεί παραγνώριση της ιδιομορφίας του ιερού κειμένου. Κανείς ερμηνευτής δεν είναι αλάθητος, ακόμα και ο πιο ορθόδοξος, αφού η Ορθοδοξία δεν είναι μόνο κληρονομιά και κτήμα, αλλά κυρίως στόχος του αγώνα και της προσπάθειας κάθε ορθόδοξου. Ο ορθόδοξος ερμηνευτής είναι αλάθητος μόνο καθόσον οργανικά συνδέεται προς το γενικό αλάθητο της καθολικής Εκκλησίας «εν αγίω Πνεύματι». Κατά τα άλλα, σε επί μέρους εξηγήσεις ή ερμηνείες ή θεωρίες ή υποθέσεις ή απόψεις, και ο οθρόδοξος ερμηνευτής λανθάνει.

Οι Πατέρες είναι πολύ διδακτικοί και επί του προκειμένου: Πολλές φορές, οι ίδιοι μνημονεύουν μία, δύο και τρεις απόψεις περί ενός χωρίου ή γεγονότος των Γραφών. Είναι δε γνωστό πόσο σε επί μέρους τέτοια θέματα διαφέρουν οι απόψεις από Πατέρα σε Πατέρα της Εκκλησίας. Περισσότερο δε από καθετί διδάσκεται από τους Πατέρες η ταπείνωση, η συναίσθηση της ανθρώπινης ασθένειας με την οποία, εν πάση περιπτώσει, προσεγγίζεται το ιερό κείμενο∙ είναι σαν να ψαύσουν τον αναστάντα Λόγο του Θεού. Ο ορθόδοξος ερμηνευτής, επειδή είναι ορθόδοξος, έχει συνείδηση των αδυναμιών του και είναι ξένος προς την κομπορρημοσύνη του κόσμου. Όσο στερείται της συνειδήσεως των αδυναμιών του ο ερμηνευτής –είτε από κοσμικό φρόνημα είτε από υπερβολική εξοικείωση– τόσο εκπίπτει του προορισμού του.

Η οδός αυτή, που ήταν και η οδός των Πατέρων, δεν είναι εύκολη. Είναι δύσβατη, πλήρης ασαφειών, αγωνιών, ψηλαφήσεων και κινδύνων. Σίγουρα, δεν είναι καν οδός ανθρώπινη εντός δηλαδή των δυνατοτήτων μόνο του ανθρώπου. Η επιτυχία του ορθοδόξου ερμηνευτή είναι έργο του αγίου Πνεύματος. Οι αποτυχίες είναι δικές μας, της ασθένειάς μας. Έχουμε όμως για ενθάρρυνση σαν παράδειγμα επί του προκειμένου την επιτυχία των αγίων Πατέρων στη μεταφορά εν αγίω Πνεύματι του Ευαγγελίου από τα εβραϊκά του πλαίσια στις ελληνικές κατηγορίες σκέψεως.

Το θέμα Αγία Γραφή και ερμηνευτές Πατέρες χρειάζεται ευρύτερη διαπραγμάτευση. Η ορθόδοξη ερμηνευτική δεν είναι επανάληψη των ερμηνευτών Πατέρων, αλλά είναι η μύηση στην όλη ερμηνευτική τους σκέψη, ώστε με τη βοήθειά της να μάθει κανείς να σκέπτεται διά των Γραφών μέσα στην εποχή μας, με τα ιδιαίτερα προβλήματα και ερωτήματά της, όπως σκέπτονται εκείνοι δια των Γραφών ως προς τα προβλήματα και ερωτήματα της δικής τους εποχής. Αν χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του π. Γεωργίου Florovsky, θα πούμε ότι η ορθόδοξη ερμηνευτική πρέπει να είναι σήμερα «νεοπατερική».

Κάθε άλλη χρήση των Πατέρων, απλή παράθεση χωρίων, επανάληψη, νεκρή απομίμηση προς κατανόηση της Αγίας Γραφής, δεν αποδίδει, δυστυχώς τα αναμενόμενα αποτελέσματα, αφού ουσιωδώς παραγνωρίζει τον παράγοντα «ιστορία»∙ έτσι η άλλη αυτή κατά το γράμμα μιμητική χρήση των αγίων Πατέρων καταντά ακούσια σε υποτίμηση και της σημασίας της Γραφής και της σπουδαιότητας των Πατέρων.

http://www.oodegr.com/oode/pateres1/rolos1.htm
raimon
raimon

Αριθμός μηνυμάτων : 9043
Ημερομηνία εγγραφής : 08/03/2013

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Αγία Γραφή, Ερμηνεία και Πατρολογία Empty Απ: Αγία Γραφή, Ερμηνεία και Πατρολογία

Δημοσίευση από raimon Σαβ Απρ 06, 2013 12:48 pm

vas019 έγραψε: Η Ιερά Παράδοση ως πηγή πίστεως

Σεβ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου



Πηγή: Απόσπασμα από το βιβλίο: "Η Αποκάλυψη του Θεού" σελ. 30-32.

Τι είναι η Ιερά Παράδοση, και ποια η σχέση της με την Ορθοδοξία, με την Αγία Γραφή και με τη Θεία αποκάλυψη;

Η ίδια η Καινή Διαθήκη μας κάνει λόγο για την Παράδοση που ενεργούσε παράλληλα με την Γραφή και μας αποδεικνύει την αλήθεια ότι και η Γραφή είναι ένα μέρος αυτής της Παραδόσεως.

Πολλά χωρία από την Καινή Διαθήκη θα μπορούσα να παραθέσω. Θα αρκεσθώ όμως στα πιο χαρακτηριστικά. Στους Θεσσαλονικείς γράφει ο Απόστολος: «Άρα ουν, αδελφοί, στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις ας εδιδάχθητε είτε διά λόγου είτε δι’ επιστολής ημών» (Β' Θεσ. β', 15). Εκτός από τις Επιστολές οι Χριστιανοί καλούνται να εφαρμόσουν και όσα προφορικά τους υπογράμμισε ο Απόστολος.

Στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή ο Απόστολος τους επαινεί γιατί κρατούν τις παραδόσεις: «Επαινώ δε υμάς, αδελφοί, ότι πάντα μου μέμνησθε και καθώς παρέδωκα υμίν τας παραδόσεις κατέχετε» (Α' Κορ. ια', 2).

Στην ίδια επιστολή (Α΄) κάνει λόγο για μια προγενέστερη επιστολή (κεφ. ε΄, 9). Το γράφουμε αυτό για να δούμε ότι υπήρξαν και αλλά κείμενα τα οποία δεν διασώθηκαν για να περιληφθούν στον Κανόνα της Καινής Διαθήκης.

Στους Χριστιανούς τών Φιλίππων γράφει: «...α και εμάθετε και παρελάβετε και ηκούσατε και είδετε εν εμοί, ταύτα πράσσετε, και ο Θεός της ειρήνης έσται μεθ’ υμών» (Φιλ. δ', 9). Πρέπει να τηρούν όχι μόνον όσα τους γράφει στην επιστολή, αλλά και όσα άκουσαν και όσα είδαν και όσα παρέλαβαν. Από αυτό φαίνεται καθαρά ότι η Αγία Γραφή δεν περιέχει όση την Αποκάλυψη.

Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει: «Πολλά έχω υμίν γράφειν, ουκ ηβουλήθην δια χάρτου και μέλανος, αλλά ελπίζω ελθείν προς υμάς και στόμα προς στόμα λαλήσαι, ίνα η χαρά ημών ή πεπληρωμένη» (Β΄ Ιω., 12). Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης εδώ, όπως και στην Γ' επιστολή στ', 13, διαβεβαιώνει ότι δεν έγράψε όλα όσα έπρεπε να τους πεί. Επιφυλάσσεται να αναλύσει περισσότερες αλήθειες «στόμα προς στόμα» με την προσωπική επικοινωνία.

Αλλά και τα Ευαγγέλια δεν περιγράφουν όλη την ζωή του Χριστού, ούτε παρουσιάζουν όλα τα θαύματα τα οποία έκανε όσο ζούσε στην γη. Το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο καταλήγει ως εξής: «έστι δε και αλλά πολλά όσα εποίησεν ο Ιησούς, άτινα εάν γράφηται καθέν, ουδέ αυτόν οίμαι τον κόσμον χωρήσαι τα γραφόμενα βιβλία. Αμήν» (Ιω. κα', 25).

Μερικά μόνον χωρία κατεγράφησαν από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης για να διαπιστωθεί καθαρότερα η αλήθεια ότι η Αγία Γραφή είναι ένα μέρος όλης της Αληθείας που παρέλαβαν oι άγιοι από τον Χριστό και βίωσαν εν Αγίω Πνευματι. Όταν, λοιπόν, θεωρούμε ως μόνη πηγή της θείας Αποκαλύψεως την Αγία Γραφή, τότε κολοβώνουμε την όση Αλήθεια και την όση Αποκάλυψη που παρέδωσε ο Θεός στους φίλους Του, που είναι οι άγιοι, και η οποία διαφυλάσσεται μέσα στην Εκκλησία.

Μιλώντας για την Παράδοση ο π. Αθανάσιος Γιέβτιτς γράφει: «η παράδοσις είναι ο «θεολογικώτατος κλήρος», δηλαδή η κληρονομιά την οποία έλαβε λέγει (ο Δαμασκηνός) «εκ θεολόγου πατρός», εννοών τον θεολόγον Γρηγόριον. Η «παραλαβή» αυτή τού «κλήρου» της παραδόσεως εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, δεν είναι παραλαβή μόνον «διδασκαλίας» διότι τότε οι Πατέρες θα ελέγοντο όχι Πατέρες, αλλά απλώς διδάσκαλοι και παιδαγωγοί. Ο Απ. Παύλος γράφει: «Εάν γαρ μύριους παιδαγωγούς έχητε εν Χριστώ, αλλ' ου πολλούς Πατέρας• εν γαρ Χριστώ Ιησοή δια του Ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα». Κατά τον Απόστολον, λοιπόν, παράδοσις είναι το γεννάσθαι από τους Πατέρας εν Χριστώ δια του Ευαγγελίου και παραλαμβάνειν τον Χριστόν και μορφούν Αυτόν εν ημίν» (Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού: «Η Θεοτόκος», εκδ. «όσιος Ιωάννης ο Ρώσσος», σελ. 234).

Η Παράδοση δεν είναι κάτι διαφορετικό από την Ορθόδοξη πίστη, δηλαδή την Ορθοδοξία. Ορθοδοξία θα πει «ορθή δόξα», δηλαδή ορθή δοξασία ή ορθή διδασκαλία περί τού Θεού και όλων των θεμάτων που οδηγούν στην σωτηρία τον άνθρωπο. Αυτή όμως η ορθή πίστη απεκαλύφθη από τον Θεό στους άξιους αυτής της Αποκαλύψεως, σε όσους έχουν φθάσει στην θέωση και έχουν την δυνατότητα να παραλάβουν αυτήν την Αποκάλυψη τού Θεού. Οι άγιοι όμως παραλαμβάνουν την Αποκάλυψη και την παραδίδουν στα πνευματικά τους παιδιά και με τον τρόπο αυτόν τα αναγεννούν. Δεν πρόκειται για μια τυπική παράδοση μιας διδασκαλίας, αλλά για την μετάδοση μιας ολόκληρης ζωής που ανιστά τον νεκρό από την αμαρτία άνθρωπο και τον οδηγεί στην θέωση. Έτσι, επειδή οι άγιοι παραλαμβάνουν και παραδίδουν την ορθή διδασκαλία, γι’ αυτό, ισχυριζόμαστε, ότι η Παράδοση ταυτίζεται με την Ορθοδοξία. Παράδοση δεν είναι απλώς μερικές διδασκαλίες που παραδίδονται εξωτερικά από στόμα σε στόμα, αλλά μετάδοση της ζωής που έφερε στον κόσμο ο Χριστός εν Αγίω Πνεύματι και την μετέδωσε στους ανθρώπους. Δεν είναι εξωτερικά σχήματα, αλλά αναγέννηση και θέωση τού ανθρώπου. Ακόμη υποδεικνύει στον άνθρωπο τον δρόμο και τον τρόπο της θεώσεως.


Σεβ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου

Απόσπασμα από το βιβλίο: "Η Αποκάλυψη του Θεού" σελ. 30-32.

http://www.oodegr.com/oode/dogma/genika/paradosi1.htm
raimon
raimon

Αριθμός μηνυμάτων : 9043
Ημερομηνία εγγραφής : 08/03/2013

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Αγία Γραφή, Ερμηνεία και Πατρολογία Empty Απ: Αγία Γραφή, Ερμηνεία και Πατρολογία

Δημοσίευση από raimon Σαβ Απρ 06, 2013 12:49 pm

vas019 έγραψε:Ήταν οι Ορθόδοξοι Πατέρες οπαδοί του Προτεσταντικού δόγματος Sola Scriptura («μόνο η Αγία Γραφή»);

Απάντηση σε παραπλανητικό Προτεσταντικό κειμενάκι

1. Το παραπλανητικό Προτεσταντικό κείμενο

Το παρόν άρθρο τού Papyrus 52, απαντά σε ένα κειμενάκι που εσχάτως χρησιμοποιούν πολλοί Προτεστάντες, για να μας πείσουν για το αιρετικό τους δόγμα: "Μόνο η Γραφή".

Το ακόλουθο Προτεσταντικό κειμενάκι, δημοσιευόμενο και αναδημοσιευόμενο από μπλογκς και άλλους Προτεστάντες, έτσι χωρίς πηγές, και χωρίς πρωτότυπο κείμενο, με φράσεις αποκομμένες από τα συμφραζόμενά τους, επιχειρεί να πείσει τους αφελείς ότι δήθεν οι αρχαίοι Ορθόδοξοι Πατέρες, πίστευαν στο "Μόνο η Γραφή", δηλαδή στο αιρετικό δόγμα τού 16ου αιώνα, που δημιούργησαν οι Προτεστάντες.

Πρόκειται για το κειμενάκι στο οποίο απαντά το παρόν άρθρο, δείχνοντας τι πραγματικά πίστευαν για την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση οι παρακάτω αναφερόμενοι Πατέρες, ένας προς ένας, όπως ακριβώς τους έχει και το κειμενάκι αυτό που ακολουθεί:



"Ο Μέγας Αθανάσιος λέει ότι: Στην υπόθεση της αλήθειας μόνο αυτή φθάνει.

Ο Βασίλειος Καισαρείας προειδοποιεί ότι: Είναι μία φανερή ατέλεια της πίστεώς μας και μία απόδειξη υπερηφάνειας το να απορρίπτουμε κάτι από όσα είναι γραμμένα εκεί, ή αντιθέτως, να παραδεχόμαστε κάτι που εκεί δεν είναι γραμμένο.

Ο Ιωάννης Χρυσόστομος τονίζει: Έχοντας τις Άγιες Γραφές είναι ανόητο να ζητούμε άλλους διδασκάλους εκτός από αυτές.

Ο Ισίδωρος Πηλουσιώτης γνωμοδοτεί ότι: Μέσα σ’ αυτές υπάρχει κάθε τι που είναι αναγκαίο να γνωρίζουμε και ενδιαφερόμαστε να μάθουμε.

Ο ιερός Αυγουστίνος λέει: Αναγνωρίζουμε την αληθινή εκκλησία στηριζόμενοι πάνω σε βιβλικά κριτήρια και όχι πάνω στα λεγόμενα ή αποφθέγματα ή επισκοπικές συνόδους ή στο γράμμα των διχογνωμιών, οποιεσδήποτε και αν είναι αυτές, ή σε απατηλά σημεία και τέρατα. Στηριζόμαστε μόνο πάνω σ’ εκείνα που είναι γραμμένα στις προρρήσεις των προφητών, στα άσματα και στους ψαλμούς, στα λόγια του ίδιου του Ποιμένος Χριστού, στα έργα και στις διδασκαλίες των Ευαγγελιστών. Με μία λέξη πάνω στο κανονικό κύρος των Αγίων Γραφών… Δεν θέλω πια ν’ ακούω αυτό το λες εσύ και αυτό το λέω εγώ, αλλά όλοι μας ν’ ακούμε το Έτσι λέει ο Κύριος.

Ο Φώτιος Κωνσταντινουπόλεως επισημαίνει σε συνεπίσκοπό του ότι: Οποιοδήποτε κείμενο διαφωνεί με την Αγία Γραφή έκρινε μόνο του τον εαυτό του απόβλητο".



2. Η Προτεσταντική απόρριψη της Παράδοσης, οδηγεί σε σφάλματα και αντιφάσεις

Το άρθρο αυτό γράφτηκε με αφορμή αυτή την παράδοξη προτεσταντική διαδικτυακή ανάρτηση, η οποία, απομονώνοντας Πατερικά εδάφια που εξάρουν τη σπουδαιότητα και σημασία της Αγίας Γραφής, «βάφτισε» τους Πατέρες της Εκκλησίας ως οπαδούς του Sola Scriptura!

Με τον όρο Sola Scriptura, αναφερόμαστε στη «θέση της Μεταρρυθμίσεως (των Προτεσταντών) ότι πηγή της Χριστιανικής πίστεως είναι μόνο η Αγία Γραφή. Οι Προτεστάντες, δηλαδή, απορρίπτουν την Ιερά Παράδοση ως πηγή της πίστεως»[1].

Βεβαίως, αν δεν υπήρχαν οι αυθαιρεσίες των Ρωμαιοκαθολικών στα θέματα της Παραδόσεως και το γεγονός ότι οι Προτεστάντες αντέδρασαν σ’ αυτές με μια άλλη αυθαιρεσία που ήταν η πλήρης απόρριψη κάθε έννοιας Παραδόσεως, δεν θα υπήρχαν καν οι δύο αυτές έννοιες έτσι έντονα διαχωρισμένες.

Όπως έγραφε ο δογματολόγος Νίκος Ματσούκας:

«Οι νεότερες αντιλήψεις λοιπόν που επισημαίνουν δύο πηγές, ως Αγία Γραφή και Παράδοση, είναι κυρίως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού μεταξύ Προτεσταντισμού και Ρωμαιοκαθολικισμού. Ξέρουμε ότι στη σύνοδο του Τριδέντου (1545-1563), που ήταν η πιο αποφασιστική αντίδραση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας προς τη Μεταρρύθμιση του Λούθηρου, τονίστηκε με έμφαση πως πηγή της χριστιανικής πίστης δεν είναι μονάχα η Αγία Γραφή (Sola scriptura) … αλλά και η Παράδοση. Εδώ για πρώτη ίσως φορά μπήκε μ' ένα τόσο κατηγορηματικό τόνο η διελκυστίνδα μεταξύ Αγίας Γραφής και Παράδοσης, ως ισόκυρων πηγών της χριστιανικής διδασκαλίας … μοιραία θα γινόταν η εστία όλων αυτών των προβληματισμών για τη σχέση Αγίας Γραφής και Παράδοσης»[2].

Όταν λοιπόν οι Ρωμαιοκαθολικοί χωρίστηκαν σε δύο κομμάτια, το ένα από τα οποία ονομάστηκε Προτεσταντισμός, παρουσιάστηκαν δύο αυθαιρεσίες να ανταγωνίζονται, δημιουργώντας έννοιες ξένες ακόμα και προς την ίδια την Αγία Γραφή! Και θέλουν μάλιστα οι Προτεστάντες να θεωρήσουν τους Πατέρες ως οπαδούς ενός παράλογου δόγματος: πώς είναι όμως δυνατόν, να δεχτούν οι Πατέρες το Sola scriptura, όταν είναι σαφές πως η εκκλησιαστική κοινότητα και ζωή προηγήθηκαν της Αγίας Γραφής και υπήρχαν ήδη και χωρίς αυτήν;!

Διότι, ως γνωστόν, «για τους πρώτους Χριστιανούς δεν υπήρχαν βιβλία της Καινής Διαθήκης, κι’ όμως αυτοί κατείχαν την πληρότητα της αλήθειας και της πίστεως του Χριστιανισμού. Η Εκκλησία γεννήθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής, και όμως δεν υπήρχε Καινή Διαθήκη σε γραπτή μορφή. Για δεκαετίες δεν υπήρχαν Ευαγγέλια όπως τα γνωρίζουμε σήμερα. […] η ιστορική πραγματικότητα είναι ότι η Εκκλησία υπήρχε πριν να γραφεί τίποτε, ότι η Εκκλησία προηγήθηκε της υπάρξεως της Καινής Διαθήκης, ότι ήταν ακριβώς η Εκκλησία που γέννησε την Καινή Διαθήκη και ήταν η Εκκλησία από την οποία αναδύθηκαν τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, και ήταν η Εκκλησία που αποφάσισε τελικά ποια από αυτά τα κείμενα θα μπορούσαν να γίνουν δεκτά ως κανονικά. Η Εκκλησία ήταν η αυθεντία της συγγραφής και η αυθεντία της αποδοχής»[3].

Ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος, τη διδασκαλία του τη θεωρεί καρπό της παράδοσης. Επομένως η παράδοση κάνει τις Επιστολές του, και όχι αυτές την παράδοση[4].

«Εγώ αυτό παρέλαβα από τον ίδιο τον Κύριο, κι αυτό σας παρέδωσα ...» (Α΄ Κορ. 11,23)[5].

Εξάλλου, ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος είναι ενάντια στο δόγμα Sola Scriptura, αφού μας λέει:

«Αδερφοί, να είστε σταθεροί και να μένετε πιστοί στις διδασκαλίες που σας παραδώσαμε είτε προφορικά είτε με επιστολή μας» (Β΄ Θεσσ. 2,15)

Στα λόγια του αυτά ο Παύλος, δεν έδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα ούτε στο «προφορικά» (παπισμός με τις αυθαίρετες «Παραδόσεις» του), ούτε στο «με επιστολή» (Προτεσταντικό Sola Scriptura), αλλά μίλησε για μια κοινή και ενιαία πηγή διδασκαλίας.

Όπως φαίνεται όμως, οι Προτεστάντες, στο εδάφιο αυτό (και σε άλλα παρόμοια), βλέπουν μόνο το «δι’ επιστολής», και ουδέποτε το «διά λόγου». Αυτό όμως τους οδηγεί σε έντονες αντιφάσεις, καθώς από τη μία διατυπώνουν την «βεβαιότητα» ότι Εκκλησία «αποστάτησε» και έφυγε μακριά από τον Λόγο του Θεού (και την έφεραν στον «σωστό δρόμο» τον 16ο αιώνα οι Προτεστάντες, με τον εμπνευστή του Ολοκαυτώματος Λούθηρο…), από την άλλη όμως έχουν λάβει ακριβώς τον Κανόνα της Καινής Διαθήκης από την… «αποστατημένη» Ορθόδοξη Εκκλησία και τους αγίους της!

Άρα, πώς είναι δυνατόν να θεωρηθεί λογικό και συνεπές, ότι οι Προτεστάντες, τον Κανόνα με τα 27 βιβλία της Καινής Διαθήκης που διατηρούν σήμερα ως ιερότατο Λόγο του Θεού, τον παρέλαβαν οριστικοποιημένο κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. [6], από μια Εκκλησία που ισχυρίζονται ότι «αποξενώθηκε» από τον Θεό και «αλλοτριώθηκε» μέσα στα πλαίσια του ρωμαϊκού κράτους ή αλλιώς «Βυζαντίου»;

Πώς είναι δυνατόν ο Θεός να έδωσε τέτοια χάρη, ώστε να διαφυλαχθεί, να προστατευθεί, και να πραγματοποιηθεί το οριστικό κλείσιμο του Ιερού Κανόνα της Κ.Δ., στα πλαίσια μιας «αποστατημένης», «ειδωλολατρικής» και «άπιστης» Εκκλησίας, όπως οι Προτεστάντες ισχυρίζονται; Ακόμα κι αν κάνουμε μια παραχώρηση στους ισχυρισμούς τους ότι ο κανόνας των βιβλίων της Αγίας Γραφής δεν δικαιώνεται από την εξωτερική αυθεντία κάποιας οργανωμένης Εκκλησίας, αλλά από τη δύναμη της πίστεως και το ατομικό θρησκευτικό βίωμα, και πάλι για τους Προτεστάντες υπάρχει αδιέξοδο:

Πώς είναι δυνατόν ο Θεός να έδωσε τέτοια χάρη, ώστε να διαφυλαχθεί, να προστατευθεί, και να πραγματοποιηθεί το οριστικό κλείσιμο του Ιερού Κανόνα της Κ.Δ. από ανθρώπους, όπως οι Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι:

- όχι μόνο δέχονται τους τρεις βαθμούς της ειδικής ιεροσύνης, αλλά είναι και οι ίδιοι κληρικοί,

- δέχονται τις Οικουμενικές Συνόδους,

- τιμούν την Θεοτόκο,

- τιμούν τους Αγίους,

- τιμούν τα Ιερά Λείψανα,

- αποδέχονται τον νηπιοβαπτισμό, τα μνημόσυνα και τόσες άλλες εξωτερικές εκδηλώσεις λατρείας, πράγματα που οι Προτεστάντες τα θεωρούν «αντιχριστιανικά», «ειδωλολατρικά» ή «διαβολικά»;!

Θα πρέπει λοιπόν να συνειδητοποιήσουν τα κενά των κακοδοξιών τους, και να επιστρέψουν στην Εκκλησία που έτυχε τέτοιας αγάπης και εύνοιας από τον Θεό ώστε να φυλάξει και να παραδώσει στην ανθρωπότητα τα ιερότερα κείμενα του χριστιανισμού.

Όταν μάλιστα υβρίζουν την Εκκλησία με τρόπο ακραίο, λες και είναι κάτι εντελώς έξω από τη Χριστιανική πραγματικότητα, σα να πρόκειται π.χ. για το Ισλάμ, τότε θα άξιζε να σκεφτούν και το εξής:

Εάν λοιπόν, κατά τη δική τους αλλόκοτη πεποίθηση, ο Θεός παραδίδει στην ανθρωπότητα τα ιερότερα κείμενα διαμέσου άπιστων και εκτροχιασμένων ως προς την χριστιανική πίστη ανθρώπων, ε, τότε, ας υιοθετήσουν και το… Κοράνι οι Προτεστάντες με την ελπίδα ότι θα βρουν εκεί την αλήθεια της πίστης τους!



3. Ορθοδοξία - Αγία Γραφή - Ιερά Παράδοση

Η Ιερά Παράδοση και η Αγία Γραφή, αποτελούν την μία και ενιαία Εκκλησιαστική πηγή αλήθειας. Τα κείμενα της Αγίας Γραφής γεννήθηκαν μέσα στην Εκκλησία, είναι κομμάτι της Παράδοσής της, και περιέχουν τα σημαντικότερα σωτηριολογικά γεγονότα που έζησε η πρώτη Εκκλησιαστική Κοινότητα. Εφόσον η Ιερά Παράδοση και η Αγία Γραφή έχουν την ίδια πηγή, δεν είναι δυνατόν να διαφωνούν ως προς τα νοήματα που περιέχουν. Αυτό βεβαιώνει ο Μέγας Αθανάσιος:

«Κατά την παραδοθείσαν ημίν παρά των πατέρων αποστολικήν πίστιν παρέδωκα, μηδέν έξωθεν επινοήσας, αλλ’ όπερ έμαθον ενεχάραξα συμφώνως ταις Αγίαις Γραφαίς»[7].

Βεβαίως, οι Πατέρες εξετάζουν τα νοήματα της Γραφής πρωτίστως ως προς το πνεύμα τους. Για το λόγο αυτό, ο Μ. Αθανάσιος μπορεί και μιλά ακόμα και για το «ομοούσιον»[8], το οποίο δεν υπάρχει κατά λέξη μέσα στην Αγία Γραφή, εντούτοις χρησιμοποιήθηκε από την Εκκλησία όχι αυθαίρετα αλλά «συμφώνως τοις εκ των Γραφών και του Σωτήρος ειρημένοις…»[9].

Σύμφωνα λοιπόν με την επίσημη θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, η πίστη που αυτή εκφράζει, προκύπτει από το εξής αδιάσπαστο σχήμα:

«Οι προφήται ως είδον, οι απόστολοι ως εδίδαξαν, η εκκλησία ως παρέλαβεν, οι διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν […] αύτη η πίστις των αποστόλων, αύτη η πίστις των Πατέρων»[10].



4. Μέγας Αθανάσιος και Παράδοση

Είναι σαφές ότι ο για τον Μ. Αθανάσιο «η Εκκλησία τεθεμελίωται» όχι μόνο στην Αγία Γραφή, αλλά στη διδασκαλία του Χριστού την οποία κήρυξαν οι Απόστολοι και διαφύλαξαν οι Πατέρες. Έτσι λοιπόν, η διδασκαλία των Πατέρων αποτελεί μέρος των ενιαίων θεμελίων της Εκκλησίας:

«Ίδωμεν... και αύτην την εξ αρχής παράδοσιν και διδασκαλίαν και πίστιν της καθολικής Εκκλησίας, ην ο μεν Κύριος έδωκεν, οι δε Απόστολοι εκήρυξαν και οι Πατέρες εφύλαξαν. Εν ταύτη γαρ η Εκκλησία τεθεμελίωται» (Μ. Αθανασίου, «Πρoς Σεραπίωνα», 1, 28. PG 26, 593D-596A).

Κατά τον Μ. Αθανάσιο λοιπόν, ο δογματικός πυρήνας της Εκκλησίας, όπως παραδόθηκε από τους Αποστόλους, διατηρείται σε έναν κανόνα πίστεως που διαιωνίζεται με ασφάλεια «εκ πατέρων εις πατέρας» και αποτελεί πλέον υπέρτατο κριτήριο αληθείας: οι αιρετικοί, στερούμενοι Πατέρων, το μόνο που μπορούν να διατυπώσουν είναι προσωπικές απόψεις, όχι όμως την αληθινή πίστη της Αποστολικής Εκκλησίας:

«Ιδού ημείς μεν εκ πατέρων εις πατέρας διαβεβηκέναι την τοιαύτην διάνοιαν αποδεικνύομεν […] ταύτα γεγράφασιν, άπερ οι απ’ αρχής αυτόπται και υπηρέται του Λόγου γενόμενοι παραδεδώκασιν. Ην γαρ η σύνοδος εγγράφως ωμολόγησε πίστιν, αύτη της Καθολικής Εκκλησίας εστί. Ταύτην εκδιδούντες οι μακάριοι πατέρες ούτως έγραψαν» (Μ. Αθανασίου, «Περί της εν Νικαία Συνόδου», 27. PG 25, 465D. 468Α).

Και αλλού:

«Τίνων ουν εισι κληρονόμοι και διάδοχοι; πως δύνανται λέγειν πατέρας τούτους, ων ουκ αποδέχωνται την ομολογίαν την καλώς και αποστολικώς γραφεύσαν;» (Μ. Αθανασίου, «Προς τους εν Αφρική τιμιωτάτους επισκόπους», 7. PG 26, 1040D-1041A).



5. Μέγας Βασίλειος και Παράδοση

Για τον Μ. Βασίλειο, οι επίσημες και αυθεντικές διδασκαλίες της Εκκλησίας, μεταδίδονται όχι μόνο με την Αγία Γραφή, αλλά και «εν μυστηρίω», δηλαδή, με ιεροτελεστίες, σύμβολα και καθιερωμένες λειτουργικές πρακτικές, που μπορεί να μην αναφέρονται στην Αγία Γραφή, αποτελούν όμως παράδοση γνήσια και μεγίστης σημασίας[11].

«Των εν τη Εκκλησία πεφυλαγμένων δογμάτων και κηρυγμάτων, τα μεν εκ της εγγράφου διδασκαλίας έχομεν, τα δε εκ της των αποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα ημίν εν μυστηρίω παρεδεξάμεθα, άπερ αμφότερα την αυτήν ισχύν έχει προς την ευσέβειαν» (Μ. Βασιλείου, «Περί Άγιου Πνεύματος», 66. PG 32, 188A).

Η προφορική και η άγραφος παράδοση είναι αυτή που ερμηνεύει αυθεντικά την Αγία Γραφή. Έτσι, κατά τον Μ. Βασίλειο, δεν είναι αποδεκτό το δόγμα Sola Scriptura διότι, η άγνοια ή η εξαφάνιση της άγραφης αποστολικής παραδόσεως, θα είχε ως αποτέλεσμα την διατάραξη του «στερεώματος της πίστεως»[12]:

«Πίστις δε εστι το πολεμούμενον, και κοινός σκοπός άπασι τοις εναντίοις και εχθροίς της υγιαινούσης διδασκαλίας, το στερέωμα της εις Χριστόν πίστεως κατασείσαι, εκ του την αποστολικήν παράδοσιν εδαφισθείσαν αφανισθήναι. Διά τούτο … τας εκ των εγγράφων αποδείξεις επιβοώνται την άγραφον των Πατέρων μαρτυρίαν, ως ουδενός αξίαν αποπεμπόμενοι» (Μ. Βασιλείου, «Περί Άγιου Πνεύματος», 25. PG 32, 112C).



6. Ιωάννης Χρυσόστομος και Παράδοση

Σύμφωνα με τον Χρυσόστομο, η Αγία Γραφή δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα κομμάτι της αξιόπιστης Εκκλησιαστικής Παράδοσης. Η Παράδοση αυτή δεν ευνοεί σε καμία περίπτωση το Sola Scriptura, αλλά περιλαμβάνει την ισόκυρη και αξιόπιστη άγραφη Παράδοση:

«Ότι ου πάντα δι’ επιστολής παρεδίδοσαν, αλλά πολλά και αγράφως, ομοίως δε κακείνα και ταύτα εστιν αξιόπιστα. Ώστε και την Παράδοσιν της Εκκλησίας αξιόπιστον ηγούμεθα. Παράδοσίς εστι, μηδέν πλέον ζήτει» (Χρυσοστόμου, «Εις Β΄ Θεσσαλονικείς, ομιλ. 4, 2. PG 62, 488).



7. Ισίδωρος Πηλουσιώτης και Παράδοση

«Τοις παλαιοίς ο Θεός ου διά γραμμάτων διελέγετο, αλλά δι’ εαυτού, καθαράν ευρίσκων αυτών την γνώμην, και της άνευ μεσίτου διδασκαλίας αξίαν. Και τούτο δήλον εξ ων γραμμάτων άνευ διελέγετο, και τω Νώε, και τω Αβραάμ, και τοις ευδοκίμοις απογόνοις εκείνου» (Ισίδωρος Πηλουσιώτης, Επιστολή ρστ΄ «Ισιδώρω διακόνω», PG 78, 812D).

Το παραπάνω απόσπασμα, είναι ένα από τα εδάφια που επικαλείται ο άγ. Νεκτάριος, για να εδραιώσει τη θέση του ότι, «Οι άγιοι της Εκκλησίας Πατέρες την ιεράν παράδοσιν θεωρούσιν ως το άγραφον τεύχος του ιερού Ευαγγελίου […] πλείστοι … πατέρες … θεωρούσι την ιεράν παράδοσιν ως την μόνην αναγκαίαν προς ασφαλή κατανόησιν των Γραφών, και οδηγόν προς την αληθή πίστιν»[13].



8. Αυγουστίνος και Παράδοση

Αυγουστίνου, c. epistolam Fundamenti, v. 6:

«Πράγματι, δεν θα επίστευον το Ευαγγέλιον, εάν δεν με εκίνει η αυθεντία της καθολικής Εκκλησίας»[14].

Σύμφωνα με τον Φλορόφσκυ, ο Αυγουστίνος δεν χρησιμοποίησε τη φράση αυτή για τον εαυτό του, αλλά την αναφέρει περιγράφοντας τη στάση που θα έπρεπε να κρατά ο πιστός αντιμετωπίζοντας την αιρετική διεκδίκηση της αυθεντίας. Ευαγγέλιο λοιπόν και εκκλησιαστική παράδοση αποτελούν την ενιαία πηγή πίστεως και μάλιστα, το Ευαγγέλιο έλαβε την αυθεντία του από την Εκκλησία, στους κόλπους της οποίας γεννήθηκε.

Και συνεχίζει ο Αυγουστίνος:

«Επίστευσα το Ευαγγέλιον καθ’ αυτό, καθοδηγηθείς από κήρυκες της καθολικής Εκκλησίας»[15].

Κατά συνέπεια, το Sola Scriptura δεν έχει ουδεμία αξία, διότι η Αγία Γραφή ερμηνεύεται αυθεντικά μόνο στα πλαίσια της Εκκλησίας.



9. Μέγας Φώτιος και Παράδοση

Ειδικά για τον Μ. Φώτιο, από τον οποίο καταγγέλλεται επίσημα η «υπό της Ρώμης αθέτησις διαφόρων παραδόσεων της αρχαίας Εκκλησίας»[16] εξαιτίας της οποίας εισήχθησαν αυθαίρετα πολλές λατινικές καινοτομίες που, δεν μπορεί να τεθεί το ζήτημα περί αποδοχής του Sola Scriptura. Για τον Μ. Φώτιο, η διδασκαλία των Αποστόλων είναι ταυτόσημη με αυτή των Πατέρων και με αυτή των Οικουμενικών Συνόδων:

«Αύτη [εστί] της πίστεως ημών των χριστιανών η καθαρά και αμώμητος ομολογία, αύτη της αχράντου και ειλικρινούς λατρείας ημών και των περί αυτήν σεπτών Μυστηρίων η θεόσοφος μυσταγωγία... Τούτο γαρ των Αποστόλων το κήρυγμα, τούτο δε των Πατέρων το μάθημα, τούτο των Οικουμενικών συνόδων το φρόνημα...» (Φωτίου, Επιστολή 24, Μητροπολίτη Ακυλείας, 20. PG 102, 813Β).



10. Συμπέρασμα

Όπως είδαμε, οι Πατέρες που συκοφαντεί το προτεσταντικό blog, σε καμία περίπτωση δεν αποδέχονται το Sola Scriptura αλλά ίσα-ίσα, το απορρίπτουν ως δόγμα των αιρετικών: χωρίς την ασφάλεια της Πατερικής Παράδοσης που είναι ταυτόχρονα και Αποστολική, η Αγία Γραφή μετατρέπεται σε ένα εργαλείο παραγωγής κακοδοξιών και αιρέσεων.

Σημειώσεις

[1] Φλορόφσκυ Γεώργιος, «Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 5ου αιώνα», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 43, σημ. #5.

[2] Ματσούκας Α. Νίκος, «Δογματική και Συμβολική θεολογία», τόμ. Α΄, 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 184-185.

[3] Φλορόφσκυ Γεώργιος, «Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 5ου αιώνα», ό.π., σελ. 42-43.

[4] Βλ. Ματσούκας Α. Νίκος, «Δογματική και Συμβολική θεολογία», τόμ. Α΄, ό.π., σελ. 184, σημ. #3.

[5] Τα μεταφρασμένα εδάφια από το συλλογικό έργο: «Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη)», Μετάφραση από τα πρωτότυπα κείμενα, Βιβλική Εταιρεία, Αθήνα 1997.

[6] «Τελικός σταθμός στην εξέλιξη και οριστική διαμόρφωση του κανόνα θεωρείται η 39η Εορταστική Επιστολή του Μ. Αθανασίου (367), στην οποία αναφέρονται ως κανονικά τα 27 βιβλία της Κ.Δ. […] πρώτος ο Μ. Αθανάσιος χρησιμοποιεί τον όρο ‘’κανών’’ προς δήλωση του σώματος των βιβλίων της Αγίας Γραφής» (Καραβιδόπουλος Δ. Ιωάννης, «Εισαγωγή Στην Καινή Διαθήκη», 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 113).

[7] Μ. Αθανασίου, «Πρoς Σεραπίωνα». PG 26,605 D.

[8] Δογματικός όρος, που χρησιμοποιήθηκε από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325) και μέσω αυτού επαλήθευσε την αρχέγονη πίστη της η Εκκλησία καταδικάζοντας τους κακόδοξους νεωτερισμούς του Αρειανισμού. Σύμφωνα με τον όρο «ομοούσιος», ο Ιησούς Χριστός είναι της «ίδιας ακριβώς ουσίας» με τον Θεό Πατέρα, δηλαδή, είναι κατά φύση Θεός και υπάρχει αιώνια μαζί με τον Πατέρα και συνδοξάζεται ισότιμα (βλ. περισσότερα στο σχετικό άρθρο στο Ορθόδοξο Wiki). Ο Αρειανισμός άλλωστε, εξαρχής έγινε αντιληπτός ως «καινοτομία» (Σωκράτης Σχολαστικός, «Εκκλησιαστική Ιστορία» 5,6. PG 67,572C), ως μια κακοδοξία που εμφανίστηκε ξαφνικά στα 320 μ.Χ. (Θεοφάνους, «Χρονογραφία», 17).

[9] PG 25,468C.

[10] «Συνοδικόν της Ορθοδοξίας», λειτουργικό βιβλίο «Τριώδιον», σελ. 157α.

[11] Φλορόφσκυ Γεώργιος, «Αγία Γραφή …», ό.π., σελ. 118-119.

[12] Βλ. Κρικώνης Θ. Χρίστος, «Η Αυθεντία της Εκκλησίας, το Κύρος της Παραδόσεως της και η Διδασκαλία των Πατέρων», Univercity Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 33.

[13] Αγίου Νεκταρίου, «Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις», 4η έκδ., εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2001 (c1899), σελ. 260.262.

[14] Το παράθεμα στο πρωτότυπο και μετάφραση από το: Φλορόφσκυ Γεώργιος, «Αγία Γραφή …», ό.π., σελ. 126.

[15] Το παράθεμα στο πρωτότυπο και μετάφραση από το: Φλορόφσκυ Γεώργιος, «Αγία Γραφή …», στο ίδιο.

[16] Καρμίρης Ιωάννης, «Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», τόμ. Α', 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 320.


http://www.oodegr.com/oode/grafi/protestantes/pateres_grafi_1.htm
raimon
raimon

Αριθμός μηνυμάτων : 9043
Ημερομηνία εγγραφής : 08/03/2013

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Αγία Γραφή, Ερμηνεία και Πατρολογία Empty Απ: Αγία Γραφή, Ερμηνεία και Πατρολογία

Δημοσίευση από raimon Σαβ Απρ 06, 2013 12:49 pm

vas019 έγραψε:Είναι η Αγία Γραφή η ΜΟΝΗ πηγή πίστης;

ΟΟΔΕ:
Κάποτε απευθύναμε μια πρόκληση προς τους απανταχού Προτεστάντες. Τους προκαλέσαμε να μας δείξουν ΕΣΤΩ ΚΑΙ ΕΝΑ ΧΩΡΙΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΓΡΑΦΗΣ, που να λέει ότι πρέπει να δεχόμαστε ΜΟΝΟ την Αγία Γραφή ως πηγή πίστης.

Σαν απάντηση μας έστειλαν τα παρακάτω χωρία, τα οποία αναλύσαμε, και τα εκθέτουμε εδώ για κάθε ενδιαφερόμενο.

Όπως θα παρατηρήσει κάθε λογικός άνθρωπος, κανένα απ' αυτά δεν απαντάει στην πρόκλησή μας.

ΣΥΝΕΠΩΣ Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΝΑ ΙΣΧΥΕΙ!

Οι έχοντες την Προτεσταντική άποψη ότι δήθεν πρέπει να δεχόμαστε ΄΄ΜΟΝΟ΄΄ την Αγία Γραφή ως Λόγο Θεού και τίποτε άλλο, στην απελπισμένη προσπάθειά τους να αποδείξουν τα αναπόδειχτα, παραθέτουν πλήθος εδαφίων, τα οποία όμως δεν λένε τίποτε τέτοιο. Όπως θα παρατηρήσει ο αναγνώστης, πρόκειται για εδάφια εντελώς άσχετα με το σύνολο της Αγίας Γραφής, που χρησιμοποιούνται σε μια απελπισμένη προσπάθεια, ελλείψει άλλων εδαφίων.

Στη συνέχεια θα παραθέσουμε λίγα απ' αυτά, ελπίζοντας ότι θα τους κάνουν να τα ξανασκεφθούν με σοβαρότητα, και να αντιληφθούν ότι η πίστη τους αυτή είναι εντελώς αστήριχτη και αντιχριστιανική.

Αποκάλυψις 22/κβ΄ 18,19: "...της προφητείας του βιβλίου τούτου εάν τις επιθή επ' αυτά, επιθήσει ο Θεός επ' αυτόν τας πληγάς... και εάν τις αφέλη από των λόγων του βιβλίου της προφητείας ταύτης, αφελεί ο Θεός ...αυτού από του ξύλου της ζωής..."

Εδώ μιλάει ΜΟΝΟ για το προφητικό βιβλίο της Αποκάλυψης. Αν μιλούσε για όλη την Αγία Γραφή, δεν θα έπρεπε να δεχόμαστε τις τελευταίες επιστολές του Ιωάννου, γιατί γράφτηκαν αργότερα από την Αποκάλυψη! Ούτε άλλωστε τα υπόλοιπα συγγράμματα προσθέτουν στην Αγία Γραφή, καθώς αποτελούν ανεξάρτητα κείμενα, και δεν ισχυρίζονται κάτι τέτοιο.

Δευτερονόμιο 12/ιβ΄ 32: "Παν ό,τι προστάζω εγώ εις εσάς, τούτο προσέχετε να κάμνητε δεν θέλεις προσθέσει εις αυτό, ουδέ θέλεις αφαιρέσει απ' αυτού".

Το χωρίο αυτό, δεν μιλάει για την Αγία Γραφή, αλλά για οποιαδήποτε προσταγή του Θεού, συμπεριλαμβανομένης ολοκλήρου της Ιεράς Παραδόσεως. Αν μιλούσε για την Αγία Γραφή, δεν θα έπρεπε να προστεθεί σ' αυτήν άλλο βιβλίο μετά το Δευτερονόμιο!

Όποιος δέχεται μόνο την Αγία Γραφή ως πηγή πίστεως, αντιτίθεται σε αυτό το εδάφιο, γιατί αφαιρεί από τους λόγους του Θεού την υπόλοιπη Ιερά Παράδοση.

Δευτερονόμιο 17/ιζ΄ 18 - 20: "...θέλει γράψει δι εαυτόν αντίγραφο του νόμου τούτου, εις βιβλίον... και θέλει αναγινώσκει εν αυτώ πάσας τας ημέρας της ζωής αυτού... να φυλάττει πάντας τους λόγους του νόμου τούτου, και τα διατάγματα ταύτα, ώστε να εκτελεί αυτά...και δια να μην εκκλίνη από των εντολών δεξιά ή αριστερά..."

Εδώ, μιλάει για ένα μικρό μέρος της Αγίας Γραφής, το Νόμο, και πουθενά δεν λέει ότι δεν θα γράφονταν άλλα βιβλία αργότερα στην Αγία Γραφή, ή και εκτός αυτής. Αν αυτό το εδάφιο ήταν περιοριστικό ΄΄μόνο στο Νόμο΄΄, ποτέ δεν θα έπρεπε να γραφτεί η Καινή Διαθήκη! Και αν αυτό το εδάφιο δεν είναι περιοριστικό για την Καινή Διαθήκη, ομοίως δεν είναι περιοριστικό για την υπόλοιπη Θεόπνευστη Ιερά Παράδοση!

Ρωτάμε λοιπόν αυτούς που χρησιμοποιούν το εδάφιο αυτό ΄΄χωρίς να εκκλίνουν από το νόμο΄΄ (και εννοεί το Μωσαϊκό Νόμο): Τηρούν το Σάββατο το οποίο προέβλεπε ο Νόμος ή μήπως εκκλίνουν απ' αυτόν; Είναι ακόμα ΄΄υπό παιδαγωγόν΄΄; (Γαλάτας 4/δ΄ 1 - 9).

Δευτερονόμιο 5/ε΄ 32: "Θέλετε λοιπόν προσέχει να κάμνητε, καθώς προσέταξεν εις εσάς Κύριος ο Θεός σας. Δεν θέλετε εκκλίνει δεξιά, ή αριστερά".

Κι εδώ ισχύουν τα ίδια με τα παραπάνω, και το εδάφιο διατάζει ακριβή συμμόρφωση με τις προσταγές του Θεού στο Μωσαϊκό Νόμο. Αν κάποιος θέλει να το εφαρμόσει στην Αγία Γραφή, πρέπει να το εφαρμόσει και στη Θεόπνευστη Ιερά Παράδοση, γραπτή και προφορική. (Β΄ Θεσσαλονικείς 2/β΄ 15).

Δευτερονόμιο 4/δ΄ 2: "Δεν θέλετε προσθέσει εις τον λόγον τον οποίον εγώ σας προστάζω, ουδέ θέλετε αφαιρέσει απ' αυτού δια να φυλάττητε τας εντολάς Κυρίου του Θεού σας, τας οποίας εγώ σας προστάζω".

Και εδώ, ο Μωυσής προειδοποιεί να μη προσθέσουν ή αφαιρέσουν οι Ισραηλίτες από το Νόμο του Θεού που τους παρέδωσε.

Άραγε, αν τα δεκάδες υπόλοιπα βιβλία που προστέθηκαν αργότερα στην Αγία Γραφή δεν είναι ΄΄επιπρόσθετα΄΄ και ξένα του Νόμου, γιατί θα πρέπει να είναι η υπόλοιπη Ιερά Παράδοση; Αν κάποιος δέχεται την προσθήκη των υπολοίπων βιβλίων της Αγίας Γραφής, θα πρέπει να δεχθεί και την προσθήκη των υπολοίπων Θεοπνεύστων πηγών της πίστης. Αλλοιώς, ας δεχθεί μόνο την Πεντάτευχο!

Παροιμίες 30/λ΄ 5 - 6: "Πας λόγος Θεού είναι δεδοκιμασμένος... Μη προσθέσης εις τους λόγους αυτού. Μήποτε σε ελεγξη και ευρεθής ψεύστης".

Σε αντίθεση με το εδάφιο αυτό, κάποιοι προσθέτουν τη δική τους άποψη λέγοντες ότι μιλάει για την Αγία Γραφή, ενώ το εδάφιο πουθενά δε λέει ότι ο ΄΄λόγος του Θεού είναι μόνο η Αγία Γραφή΄΄.

Ο λόγος του Θεού είναι πολύ περισσότερα πράγματα από ένα βιβλίο, έστω και Θεόπνευστο. Και ο λόγος του Θεού έχει καταγραφεί από την Εκκλησία σε πλήθος συγγραμμάτων εκτός από την Αγία Γραφή, πράγμα που αποδεικνύει ΄΄ψεύτες΄΄ όσους θέλουν να τον περιορίσουν στην Αγία Γραφή. Το εδάφιο λέει: ΄΄Πας λόγος Θεού΄΄, πράγμα που τους υποχρεώνει να τον δεχθούν και από άλλες πηγές που μας παρέδωσε η Εκκλησία, και εκτός Αγίας Γραφής.

Ιωάννης ιε΄ 15/ιε΄ 15: "...υμάς δε είρηκα φίλους, ότι πάντα α ήκουσα παρά του Πατρός μου εγνώρισα υμίν".

Και πάλι, αυτό το εδάφιο δεν λέει ότι ΟΛΑ όσα άκουσε ο Ιησούς από τον Πατέρα του γράφτηκαν στην Αγία Γραφή. Αντιθέτως, ο ίδιος ο Ιωάννης, στο τελευταίο του εδάφιο, (Ιωάννης 21/κα΄ 25), λέει ότι: "Εστιν δε και άλλα πολλά α εποίησεν ο Ιησούς, άτινα εάν γράφηται καθ' εν, ουδ' αυτόν οίμαι τον κόσμον χωρήσαι τα γραφόμενα βιβλία". Προφανώς λοιπόν, αφού ο κόσμος δεν χωράει τα όσα μας έδειξε ο Ιησούς, υπάρχουν πολύ περισσότερα από την Αγία Γραφή που οφείλουν να δεχθούν όσοι θέλουν να είναι ΄΄φίλοι΄΄ του Ιησού, γνωρίζοντας όσα έχει να πει σ' αυτούς.

Ιωάννης 17/ιζ΄ 17: "...ο λόγος ο σος αλήθειά εστιν".

Πάλι δεν λέει ότι ο λόγος του Θεού είναι μόνο η Αγία Γραφή. Ο λόγος του περιλαμβάνει πολύ περισσότερα.

Γαλάτας 10/ι΄ 6 - 10: "Θαυμάζω ότι ούτως ταχέως μετατίθεσθε από του καλέσαντος υμάς εν χάριτι Χριστού εις έτερον ευαγγέλιον... οι ταράσσοντες υμάς και θέλοντες μεταστρέψαι το Ευαγγέλιον του Χριστού. Αλλά και αν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμιν παρ' ό ευηγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω... ει τις υμάς ευαγγελίζεται παρ' ο παρελάβετε, ανάθεμα έστω".

Είναι άξιο θαυμασμού, πώς αυτοί που νοθεύουν το Ευαγγέλιο, θέλοντας να το περιορίσουν σε ένα μόνο Θεόπνευστο βιβλίο, (την Αγία Γραφή), χρησιμοποιούν το χωρίο αυτό για τους αληθινούς Χριστιανούς, που δέχονται ολόκληρο το λόγο του Θεού, κάθε προφορική ή γραπτή Θεόπνευστη Παράδοση που περιέχει διαφορετικές όψεις του Ευαγγελίου του Χριστού.

Οι άνθρωποι αυτοί, διδάσκουν το διαστρεβλωμένο ευαγγέλιο, ότι δήθεν ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ είναι ΜΟΝΟ η Αγία Γραφή και δεν πρέπει να δεχόμαστε τίποτα έξω απ' αυτήν! Κι ας μην το λέει αυτό πουθενά η Αγία Γραφή! Το ψευδές αυτό ευαγγέλιο, οδηγεί κάποιους καθ' ομολογίαν Χριστιανούς, να γίνουν πιστοί του γράμματος, και όχι του Πνεύματος! Και είναι τόσο τυφλοί, που ενώ χρησιμοποιούν αυτό το χωρίο στην προς Γαλάτας επιστολή, δεν βλέπουν λίγο παρακάτω, ότι o απόστολος Παύλος τα γράφει αυτά ακριβώς εναντίον τέτοιων ανθρώπων του γράμματος, που προσκολλώνται ΜΟΝΟ στην Αγία Γραφή (στο γραπτό Νόμο), εγκαταλείποντας το Πνευματικό νόημα των γεγραμμένων σ' αυτή: (2/β΄ 16): "ότι εξ έργων νόμου ου δικαιωθήσεται πάσα σαρξ..." (3/γ΄ 3): "ούτως ανόητοί εστε, εναρξάμενοι Πνεύματι νυν σαρκί επιτελείσθε;"

Αλλά και στην προς Ρωμαίους επιστολή του ο απόστολος Παύλος μιλάει για το ίδιο θέμα: Ρωμαίους 2/β΄ 29, 7/ζ΄ 6: "...περιτομή καρδίας εν Πνεύματι ου γράμματι...", "...δουλεύειν ημάς εν καινότητι Πνεύματος και ου παλαιότητι γράμματος" και στην Β΄ Κορινθίους 3/γ΄ 6: "...ος και ικάνωσεν ημάς διακόνους Καινής Διαθήκης, ου γράμματος αλλά Πνεύματος. το γαρ γράμμα αποκτέννει, το δε Πνεύμα ζωοποιεί".

Ας καταλάβουν λοιπόν επιτέλους αυτοί που λένε: ΄΄Δεν δεχόμαστε τίποτα άλλο εκτός από την Αγία Γραφή΄΄, ότι η ίδια η Αγία Γραφή τους καταδικάζει, γιατί το Χριστιανικό Ευαγγέλιο δεν είναι η Αγία Γραφή, αλλά η ΄΄εν Αγίω Πνεύματι ζωή, και η σωτηρία δια Ιησού Χριστού΄΄. Και η Αγία Γραφή μιλάει γι' αυτά.

Κολοσαείς 2/β΄ 8, 16 - 18: "Βλέπετε μη τις υμάς έσται ο συλαγωγών δια της φιλοσοφίας και κενής απάτης κατά την παράδοσιν των ανθρώπων, κατά τα στοιχεία του κόσμου και ου κατά Χριστόν... μη ουν τις υμάς κρινέτω εν βρώσει και εν πόσει ή εν μέρει εορτής ή νεομηνίας ή σαββάτων..."

Με το χωρίο αυτό, προφανώς προσπαθούν να προσβάλλουν την Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας. Όμως, το εδάφιο στρέφεται εναντίον τους, καθώς μιλάει για ΄΄ανθρώπινη παράδοση΄΄, ενώ εμείς δεχόμαστε την προφορική και γραπτή παράδοση των αποστόλων που είναι Θεόπνευστη. (Β΄ Θεσσαλονικείς 2/β΄ 15). Στο εδάφιο 16 μάλιστα, γίνεται συγκεκριμμένο, ότι μιλάει και για όσους τηρούν το Μωσαϊκό Νόμο, για ΄΄βρώσει και εν πόσει ή εν μέρει εορτής ή νεομηνίας ή σαββάτων΄΄. Δηλαδή, μιλάει εναντίον αυτών που εγκαταλείπουν το Πνεύμα, και προσκολλώνται στο γράμμα του Μωσαϊκού Νόμου, και τηρούν Σάββατα και εορτές, και απέχουν από κάποιες βρώσεις κατά το Νόμο. Φυσικά μιλάμε για το Νόμο περί του οποίου τα εδάφια Δευτερονόμιο 12/ιβ΄ 32, 17/ιζ΄ 18 - 20, 5/ε΄ 32, 4/δ΄ 2 λένε ότι δεν πρέπει να παρεκλίνουμε απ' αυτές τις εντολές του Θεού, και ότι δεν πρέπει να προστεθεί σ' αυτά ή να αφαιρεθεί! Πρόκειται για τα εδάφια που εξηγήσαμε στην αρχή, και που αυτοί οι ίδιοι αναφέρουν ως απόδειξη ότι πρέπει να δεχόμαστε μόνο αυτά που αναφέρονται εκεί! Εδώ όμως ο απόστολος, (στο εδάφιο που πάλι οι ίδιοι αναφέρουν), λέει ότι όλα αυτά τα του Νόμου, είναι παραδόσεις από τις οποίες οι Χριστιανοί δεν δεσμεύονται! Προφανώς λοιπόν θα πρέπει να επανεξετάσουν οι άνθρωποι αυτοί το τι τα εδάφια αυτά εννοούν!

Τίτον 1/α΄ 9: "αντεχόμενον του κατά την διδαχήν πιστού λόγου, ίνα δυνατός ή και παρακαλείν εν τη διδασκαλία τη υγιαινούση και τους αντιλέγοντας ελέγχειν".

Και πάλι, ούτε εδώ λέει ότι ο ΄΄πιστός λόγος΄΄ είναι ΜΟΝΟ η Αγία Γραφή. Αντιθέτως, (κατά τους Χριστιανούς), εδώ μιλάει για ολόκληρη την Ιερά Παράδοση.

Β΄ Τιμόθεον 3/γ΄ 16,17: "Πάσα Γραφή Θεόπνευστος, και ωφέλιμος προς διδασκαλίαν, προς έλεγμόν, προς επανόρθωσιν, προς παιδείαν την εν δικαιοσύνη, ίνα άρτιος ή ο του Θεού άνθρωπος, προς παν έργον αγαθόν εξηρτισμένος". Ούτε και αυτό το χωρίο μιλάει για ΤΗΝ Αγία Γραφή, (εφ' όσον ούτε οριστικό άρθρο έχει, ούτε είχε συμπληρωθεί ακόμα η Αγία Γραφή), αλλά για ΄΄πάσα γραφή Θεόπνευστο΄΄, που σημαίνει ΄΄κάθε σύγγραμμα Θεόπνευστο΄΄, και συμπεριλαμβάνει ολόκληρη τη γραπτή Ιερά Παράδοση. Ακόμα μάλιστα και αν μιλούσε για την Αγία Γραφή, πουθενά δεν λέει ότι ΜΟΝΟ η Αγία Γραφή είναι Θεόπνευστη.

Α΄ Τιμόθεον 4/δ΄ 15 - 16, 6/ς΄ 3 - 14: "ταύτα μελέτα, εν τούτοις ίσθι, ίνα σου η προκοπή φανερά η πάσιν. Έπεχε σεαυτώ και τη διδασκαλία, επίμενε αυτοίς. τούτο γαρ ποιών και σεαυτόν σώσεις και τους ακούοντάς σου". "ει τις ετεροδιδασκαλεί και μη προσέρχεται τοις υγιαίνουσιν λόγοις τοις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και τη κατ' ευσέβεια διδασκαλία... νοσών περί συζητήσεις... τηρήσαί σε την εντολήν άσπιλον ανεπίλημπτον μέχρι της επιφανείας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού".

Όπως κάθε λογικός αναγνώστης μπορεί να καταλάβει, ούτε κι εδώ λέει πουθενά ότι πρέπει να δεχόμαστε ΜΟΝΟ την Αγία Γραφή, ούτε καν μιλάει περί Αγίας Γραφής. Αντιθέτως, μιλάει περί ΄΄λόγων΄΄, πράγμα που παραπέμπει κυρίως στην προφορική παράδοση, καθώς αυτά καταγράφηκαν αργότερα σε πλήθος κειμένων, (και στη Γραφή).

Εφεσίους 2/β΄ 19 - 22: "...εποικοδομηθέντες επί το θεμέλιον των αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Χριστού Ιησού..."

Εδώ δεν μιλάει καν περί συγγραμμάτων, αλλά περί της οικοδομής της Εκκλησίας. Ακόμα όμως και αν μιλούσε για συγγράμματα, το ότι κάτι οικοδομείται πάνω στο θεμέλιο των αποστόλων, θα έδειχνε ότι είναι δεκτά και νεώτερα Θεόπνευστα βιβλία.

Πράξεις 20/κ΄ 28 - 31: "...και εξ' υμών αυτών αναστήσονται άνδρες λαλούντες διεστραμμένα του αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών... ουκ επαυσάμην μετά δακρύων νουθετών ένα έκαστον".

Εδώ μιλάει εναντίον αυτών των ψευτοχριστιανών που "διεστραμμένα" λένε ότι πρέπει να δεχόμαστε μόνο την Αγία Γραφή, και απορρίπτουν την προφορική παράδοση, την οποία ΄΄μετά δακρύων΄΄ δίδαξε ο απόστολος κατ' ιδίαν σε πλήθος αγίων.

Α΄ Ιωάννου 4/δ΄ 6: "...ακούει ημών...".

Μιλάει περί κηρύγματος, όχι περί Αγίας Γραφής.


http://www.oodegr.com/oode/grafi/grafi3.htm
raimon
raimon

Αριθμός μηνυμάτων : 9043
Ημερομηνία εγγραφής : 08/03/2013

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Αγία Γραφή, Ερμηνεία και Πατρολογία Empty Απ: Αγία Γραφή, Ερμηνεία και Πατρολογία

Δημοσίευση από raimon Σαβ Απρ 06, 2013 12:50 pm

vas019 έγραψε:Είναι Χριστιανικό να δεχόμαστε ΜΟΝΟ ό,τι λέει η Αγία Γραφή;

Είναι συχνότατο να ακούμε ανθρώπους διαφόρων Προτεσταντικών ομάδων, να λένε: ΄΄Εμείς δεχόμαστε μόνο την Αγία Γραφή. Δεν λέμε τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο΄΄. Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν πλήθος διαφορές μεταξύ αυτών τών ομάδων, ακόμα και μεταξύ τών μελών τής ιδίας ομάδος.

Θέματα

Οι διαφορές τών μεταφράσεων
Μόνο η Γραφή;
Η αξιοπιστία τής Εκκλησίας
Φαινομενικές αντιφάσεις
Οι θεόπνευστες πηγές τής πίστεως
Η άποψη τής Αγίας Γραφής



Οι διαφορές τών μεταφράσεων

Πώς είναι δυνατόν ΄΄να μην ξεφεύγουν από την Αγία Γραφή΄΄ οι Προτεστάντες, κι όμως να διαφωνούν μεταξύ τους; Αν η Αγία Γραφή είχε δοθεί από το Θεό ως ΄΄καταστατικό πίστεως΄΄, ως πλήρης οδηγός για το τι πρέπει να πιστεύουμε, θα έπρεπε να συμφωνούν όλοι στο τι πραγματικά γράφει. Στην πραγματικότητα όμως, οι διαφωνίες τους είναι τεράστιες.

Αν ο Θεός ήθελε να έχουμε την Αγία Γραφή ως μόνο οδηγό πίστεως, θα φρόντιζε να γράφει τα ίδια σε όλες τις γλώσσες, και σε όλες τις μεταφράσεις. Όμως, εκτός από τις διαφορετικές μεταφράσεις τής Ελληνικής και τής Εβραϊκής που αποδίδουν διαφορετικά τις λέξεις, υπάρχουν και διαφορές στις μεταφράσεις από γλώσσα σε γλώσσα. Είναι μάλιστα σύνηθες, να δημιουργούν οι διάφορες θρησκείες, η κάθε μία τη δική της μετάφραση, ώστε να αλλάζουν το περιεχόμενό της, ανάλογα με τις δογματικές τους ιδιαιτερότητες.



Μόνο η Γραφή;

Ως παράδειγμα τούτου, θα αναφέρουμε ένα εδάφιο τής Αγίας Γραφής σχετικό με το θέμα μας, όπως καταγράφεται στο αρχαίο Κείμενο, και όπως το έχουν παραποιήσει οι διάφορες μεταφράσεις, επηρεασμένες από τις Προτεσταντικές παραδόσεις.

Πρόκειται για το Β΄ Τιμόθεον 3/γ΄ 16, που σύμφωνα με το κείμενο λέει: "Πάσα γραφή θεόπνευστος, και ωφέλιμος προς διδασκαλίαν, προς ελεγμόν, προς επανόρθωσιν, προς παιδείαν την εν δικαιοσύνη..." Διάφορες μεταφράσεις όμως, γράφουν το εδάφιο ως εξής: "Όλη η Γραφή είναι θεόπνευστος και ωφέλιμος, προς διδασκαλίαν, προς έλεγχον..."

Οι μεταφράσεις αυτές, προσθέτουν το οριστικό άρθρο ΄΄η΄΄ και τοποθετούν τη λέξη: ΄΄ΕΙΝΑΙ΄΄ πριν από τη λέξη: ΄΄θεόπνευστος΄΄, ώστε να δίνουν την εντύπωση, πως το εδάφιο μιλάει για ΄΄ΤΗΝ΄΄ Αγία Γραφή. Με αυτή την αλλαγή προσπαθούν να υποστηρίξουν τις απόψεις τους, πως ΜΟΝΟ η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστη.

Όμως, και πάλι το εδάφιο δεν υποστηρίζει πως ΜΟΝΟ η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστη. Στην πραγματικότητα σημαίνει ότι: ΄΄Κάθε θεόπνευστο σύγγραμμα, (πάσα γραφή θεόπνευστος), (είναι) και ωφέλιμη΄΄. Το εδάφιο δεν μιλάει καθόλου περί τής Αγίας Γραφής! Μιλάει για οποιοδήποτε θεόπνευστο σύγγραμμα! Άλλωστε, όταν το εδάφιο αυτό γραφόταν, ως Αγία Γραφή θεωρείτο μόνο η Παλαιά Διαθήκη.

΄΄Μα δεν υπάρχει άλλο θεόπνευστο σύγγραμμα εκτός από την Αγία Γραφή!΄΄ ίσως διαμαρτυρηθεί κάποιος.

ΠΟΥΘΕΝΑ Η ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ ΔΕ ΛΕΕΙ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΟ ΣΥΓΓΡΑΜΜΑ!

Αν κάποιος το λέει αυτό, το λέει από μόνος του, χωρίς να μπορεί να το αποδείξει από την Αγία Γραφή.

Μα τότε, δεν δέχεται μόνο την Αγία Γραφή όπως υποστηρίζει, αλλά και κάτι δικό του: Το ότι πρέπει να δέχεται μόνο ό,τι γράφει η Αγία Γραφή.

Στην πραγματικότητα, η Αγία Γραφή δεν γράφει πουθενά ότι μόνο αυτή είναι θεόπνευστη, ούτε γράφει πουθενά πως πρέπει να δεχόμαστε μόνο την Αγία Γραφή και τίποτα άλλο! Αυτοί οι ισχυρισμοί από μόνοι τους, είναι κάτι άλλο! Είναι μία εξωχριστιανική ανθρώπινη παράδοση, που ποτέ η Εκκλησία δεν υπεστήριξε στους 20 αιώνες της.



Η αξιοπιστία τής Εκκλησίας

Η ίδια η Αγία Γραφή, διαφωνεί με την άποψη ότι πρέπει να τη δεχόμαστε ως καταστατικό και βάση τής πίστης μας. Ο απόστολος Παύλος, το γράφει καθαρά, στην επιστολή του Α΄ Τιμόθεον 3/γ΄ 15: ΄΄εάν δε βραδύνω, ίνα ειδής πώς δει εν οίκω Θεού αναστρέφεσθαι, ήτις εστίν Εκκλησία Θεου ζώντος, στύλος και εδραίωμα τής αληθείας΄΄.

Σύμφωνα με τα λόγια αυτά, αν θέλουμε να μάθουμε την αλήθεια, η βάση τής πίστης μας δεν είναι η Αγία Γραφή, αλλά η Εκκλησία! Αγία και θεόπνευστη η Γραφή, όμως δε γράφτηκε για να στηρίζουμε πάνω της τα δόγματά μας. Τα δόγματα στηρίζονται στην Εκκλησία. Η Αγία Γραφή, είναι απλώς ένας από τους τρόπους με τους οποίους εκφράζεται η Εκκλησία! Και η Εκκλησία, έχει πολλούς τρόπους θεόπνευστης έκφρασης.

Το παραπάνω εδάφιο, απαντάει και στο ερώτημα που θέτουν κάποιοι: ΄΄Ακόμα και αν γίνει δεκτό το ότι υπάρχουν κι άλλα θεόπνευστα συγγράμματα πέραν τής Αγίας Γραφής, πώς μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για οποιοδήποτε άλλο εκτός τής Αγίας Γραφής που γράφτηκε τόσο κοντά στην εποχή τού Κυρίου;΄΄

Η απάντηση είναι ότι όπως η Εκκλησία εγγυήθηκε για την αξιοπιστία τής Αγίας Γραφής, κατά τον ίδιο τρόπο, εγγυάται για την αξιοπιστία και τής υπόλοιπης Εκκλησιαστικής παραδόσεως. Αν η Εκκλησία θεωρηθεί αναξιόπιστη να εγγυηθεί για κάποιο σύγγραμμα, θα είναι κατ' ανάγκην αναξιόπιστη και στην επιλογή τών βιβλίων που αποτελούν την Αγία Γραφή! Εφ' όσον η ίδια η Αγία Γραφή δεν περιέχει κάποιο κατάλογο τών βιβλίων της, ο αναγνώστης, πρέπει αναγκαστικά να καταφύγει σε παραδοσιακές πηγές έξω από την Αγία Γραφή.

Ως γνωστόν, η Καινή Διαθήκη πήρε τη σημερινή της μορφή τον 4ο αιώνα μ.Χ., καθώς επικράτησε ο κανόνας τού αγίου Αθανασίου, που για πρώτη φορά συμπεριέλαβε στην Καινή Διαθήκη το βιβλίο τής Αποκάλυψης. Οι ως τότε κανόνες, δεν το συμπεριελάμβαναν. Πώς λοιπόν κάποιος μπορεί να δέχεται την Αποκάλυψη που είναι επιλογή τού 4ου αιώνα, και να απορρίπτει παλαιότερα κείμενα τής Εκκλησίας ως αναξιόπιστα;

Διάφορες Προτεσταντικές θρησκείες, επειδή είναι προϊόντα τής Μεταρρύθμισης τού 16ου αιώνα και δεν έχουν ιστορική συνέχεια από τον καιρό τών αποστόλων, αμφισβητούν την προ αυτών Εκκλησία, και αυθαίρετα λένε ότι η Εκκλησία βρισκόταν σε αποστασία. Έτσι, δέχονται μόνο την Αγία Γραφή, που λένε ότι είναι από τον καιρό τών αποστόλων. Στην πραγματικότητα όμως, η Εκκλησία τού 4ου αιώνα (που δεν δέχονται), καθόρισε το ποια θα είναι τα βιβλία τής Αγίας Γραφής. Υπήρχαν κι άλλα συγγράμματα τού πρώτου αιώνα εκείνο τον καιρό. Με βάση την παράδοση τού 4ου αιώνα, ο Άγιος Αθανάσιος, επέλεξε εκείνα που συμφωνούσαν με την Εκκλησιαστική Παράδοση. Στο βαθμό που ήταν αποστατική και λάθος η Ιερά Παράδοσις τον 4ο αιώνα, στον ίδιο βαθμό είναι αποστατική και λάθος και η Αγία Γραφή.



Φαινομενικές αντιφάσεις

΄΄Μα τότε, γιατί υπάρχουν αντιφάσεις στην Αγία Γραφή και την υπόλοιπη Παράδοση;΄΄ θα ρωτήσει κάποιος.

Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει αντίφαση. Όπως ένας άπιστος διαβάζει την Αγία Γραφή κακόπιστα, και βρίσκει αντιφάσεις από βιβλίο σε βιβλίο της, κατά τον ίδιο τρόπο, αν κάποιος Προτεστάντης διαβάσει κακόπιστα τα υπόλοιπα θεόπνευστα συγγράμματα, θα βρει τις ίδιες φαινομενικές αντιφάσεις.

Στην Αγία Γραφή για παράδειγμα, υπάρχει το εδάφιο Ματθαίος 23/κγ΄ 9 που λέει: ΄΄πατέρα μη καλέσετε υμών επί τής γης΄΄ Σε άλλο εδάφιο όμως, στο: Α΄ Κορινθίους 4/δ΄ 14,15, ο απόστολος Παύλος, ονομάζει τον εαυτό του πατέρα τών Κορινθίων, και μάλιστα τους λέει ότι δεν έχουν άλλο πατέρα απ' αυτόν!

Ένας πιστός, εδώ καταλαβαίνει τη διαφορά τής λέξης ΄΄πατέρας΄΄ στα δύο αυτά εδάφια. Στο πρώτο αναφέρεται η λέξη με την απόλυτη έννοια που αρμόζει μόνο στον Θεό, και στο δεύτερο, με τη σχετική, που αρμόζει και σε ανθρώπους. Ένας άπιστος όμως, αυτά τα δύο εδάφια, θα τα έλεγε αντιφάσεις, κατά τον ίδιο τρόπο, που ένας Προτεστάντης, κατηγορεί την Εκκλησία ότι ονομάζει ανθρώπους ΄΄πατέρες΄΄. Και είναι ενδιαφέρον, ότι ο ίδιος αυτός άνθρωπος, δεν κατηγορεί τον απόστολο Παύλο ότι αντιφάσκει με τον Ιησού Χριστό στην επιστολή του! Βλέπει όμως αντιφατική την υπόλοιπη Ιερά Παράδοση.

Το ίδιο συμβαίνει, και με όλα όσα κατηγορούν οι Προτεστάντες την Ιερά Παράδοση. Προτού κατηγορήσουν, θα έπρεπε να ρωτήσουν το λόγο για τον οποίο λέγεται κάτι, κι όχι να εφευρίσκουν αυτοί δικούς τους λόγους.



Οι θεόπνευστες πηγές τής πίστεως

Τα παραπάνω, δείχνουν μία ακόμα διάσταση για την κατανόηση τών γεγραμμένων. Το ότι ο καθένας ερμηνεύει την Αγία Γραφή κατά την κρίση του, με αποτέλεσμα να υπάρχουν σήμερα χιλιάδες διαφορετικές θρησκείες που όλες υποστηρίζουν ότι την ερμηνέυουν σωστά, δείχνει ότι από μόνη της η Αγία Γραφή δεν είναι ασφαλής οδηγός, προς τον Θεό. Χρειάζεται η καθοδήγηση τής Εκκλησίας, αυτής που συνέγραψε και συνέλεξε τα βιβλία τής Αγίας Γραφής. Εκείνη, ως στύλος και εδραίωμα τής αληθείας, διατηρεί όλους αυτούς τους αιώνες το ευαγγέλιο αναλοίωτο. Όπου στην Αγία Γραφή υπάρχουν κενά, συμπληρώνονται από τις υπόλοιπες θεόπνευστες πηγές.

Γι' αυτό η Ορθόδοξη Εκκλησία, χρησιμοποιεί τα εξής θεόπνευστα συγγράμματα τα οποία βρίσκονται μεταξύ τους σε πλήρη αρμονία:

Την Αγία Γραφή,

τις αποφάσεις τών οικουμενικών συνόδων,

τα κείμενα τών πατέρων που εγκρίθηκαν από τις οικουμενικές συνόδους,

την υμνολογία τής Εκκλησίας,

και τα Λειτουργικά κείμενα.

Όλα αυτά, βρίσκονται πάντοτε σε συμφωνία μεταξύ τους, και με όλους τους χαρισματούχους αγίους όλων τών εποχών.




Η άποψη τής Αγίας Γραφής

΄΄Μα τότε, γιατί στο τέλος τής Αγίας Γραφής απαγορεύει να προστεθούν ή να αφαιρεθούν τα όσα γράφονται στο βιβλίο αυτό;΄΄ θα επιμείνει ίσως ο αναγνώστης.

Στην πραγματικότητα όμως, το βιβλίο που αναφέρεται στο εδάφιο αυτό, (Αποκάλυψις 22/κβ΄ 18,19), είναι η Αποκάλυψις, και όχι η Αγία Γραφή ως σύνολο. Δεν θα μπορούσε να εννοεί την Αγία Γραφή, επειδή αναφέρεται ΄΄στην προφητεία αυτή΄΄. Επίσης, η Αποκάλυψη μπήκε στην Αγία Γραφή τον 4ο αιώνα για πρώτη φορά. Και το σημαντικότερο, οι επιστολές Β και Γ Ιωάννου, γράφτηκαν το 98 μ.Χ., δύο χρόνια μετά την Αποκάλυψη! Έτσι, θα έπρεπε να μείνουν έξω από την Αγία Γραφή, αν το εδάφιο μιλούσε για όλα τα βιβλία της.

Αντιθέτως, η Αγία Γραφή, λέει πως υπάρχουν κι άλλα εκτός απ' αυτήν. Στο τελευταίο εδάφιο τού Ευαγγελιστή Ιωάννη, αναφέρεται πως ΄΄έκανε κι άλλα ο Ιησούς, που αν γράφονταν ένα ένα, ο κόσμος δεν θα χωρούσε τα γραφόμενα βιβλία΄΄.

Και αλλού όμως, η Αγία Γραφή μας ζητάει με το στόμα τού Αποστόλου Παύλου, να μην απορίπτουμε την Ιερά Παράδοση:

Β΄ Θεσσαλονικείς, 2/β΄ 15: ΄΄Άρα ουν αδελφοί, στήκετε και κρατείτε τας παραδόσεις, ας εδιδάχθητε είτε δια λόγου, είτε δι επιστολής ημών΄΄.

Εκτός λοιπόν από τα όσα γράφηκαν στις επιστολές τών αποστόλων, στην Εκκλησία παρέμεινε ο λόγος τους, που διεσώθηκε ως σήμερα, με την υπόλοιπη παράδοση. Γιατί λοιπόν οι αρνητές τής παραδόσεως δεν δέχονται αυτά τα λόγια τής Αγίας Γραφής;

Ας γίνουν προσεκτικοί, γιατί τα λόγια τού Κυρίου εναντίον τής παράδοσης τών Φαρισσαίων που επικαλούνται, στρέφονται εναντίον τής Ιουδαϊκής παραδόσεως, και όχι τής Χριστιανικής.

Η Χριστιανική παράδοση, περιέχει επίσης τη ΄΄στερεά τροφή΄΄ για την οποία μιλάει ο απόστολος Παύλος στην επιστολή του στους Εβραίους, στο 5/ε΄ 11-14. Εκεί, σε αυτή τη δυσκολότερη επιστολή τής Αγίας Γραφής, ο συγγραφέας τα αναφέρει όλα αυτά ΄΄γάλα΄΄. Μα τότε, η Αγία Γραφή δεν περιέχει τη ΄΄στερεά τροφή΄΄! Συνεπώς, η στερεά τροφή πρέπει να αναζητηθεί στην υπόλοιπη Ιερά παράδοση.

Το ίδιο φαίνεται, και στο εδάφιο Β΄ Πέτρου 1/α΄ 19. Εκεί, φαίνεται ότι ο θεόπνευστος προφητικός λόγος, είναι μόνο ένα λυχνάρι, που φέγγει σε σκοτεινό τόπο, ώσπου ο φωσφόρος να ανατείλει στις καρδιές μας.

Ας χρησιμοποιούμε λοιπόν το εισαγωγικό στην πίστη λυχνάρι τής Αγίας Γραφής με σύνεση, για να αξιωθούμε να απολαύσουμε όλα όσα ο Θεός έχει να μας διδάξει.

http://www.oodegr.com/oode/grafi/grafi1.htm
raimon
raimon

Αριθμός μηνυμάτων : 9043
Ημερομηνία εγγραφής : 08/03/2013

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Αγία Γραφή, Ερμηνεία και Πατρολογία Empty Απ: Αγία Γραφή, Ερμηνεία και Πατρολογία

Δημοσίευση από raimon Σαβ Απρ 06, 2013 12:50 pm

vas019 έγραψε: Η σχέση Αγίας Γραφής και αποκάλυψης του Θεού

Σεβ. Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου


Από το βιβλίο: «Η Αποκάλυψη του Θεού» Β΄ Έκδοση 1991. Εκδόσεις Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας) σελ. 20-29.

Πολλοί Χριστιανοί, επηρεασμένοι από τον Προτεσταντισμό, συνηθίζουν να ονομάζουν μερικές φορές την Αγία Γραφή: "λόγο του Θεού", "Θεία αποκάλυψη", "πηγή της πίστεως", κλπ. Το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο "Η Αποκάλυψη του Θεού", με εκτενείς παραθέσεις από τους μεγαλύτερους συγχρόνους θεολόγους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά και από αγίους, δίνουν την Ορθόδοξη θεώρηση τόσο της Αγίας Γραφής, όσο και της Θείας Αποκάλυψης.

Όταν λέμε Αγία Γραφή εννοούμε τα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης που εγράφησαν από τους Προφήτες, Ευαγγελιστές και Αποστόλους. Όπως γνωρίζουμε η δημιουργία του Κανόνος της Καινής Διαθήκης, που ιδιαίτερα μας απασχολεί, έχει μια μακρά ιστορία. Τα κείμενα της Καινής Διαθήκης είναι κείμενα περιστασιακά, εγράφησαν σε διαφόρους καιρούς και για έναν ορισμένο σκοπό. Το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο προοριζόταν για τους τελείους Χριστιανούς, τους βαπτισμένους, ενώ τα τρία αλλά Ευαγγέλια προορίζονταν κυρίως για τους κατηχουμένους.

Γράφει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, καθηγητής Πανεπιστημίου: «Εις την Εκκλησίαν ο πιστός ως κατηχούμενος διέβαινε πρώτον το στάδιον της καθάρσεως καθ' ό εδιδάσκετο να διακρίνη μεταξύ τών ενεργειών τού Θεού και των κτισμάτων και δη τού διαβόλου και να συνεργάζεται ούτω με τον Θεόν διά την κατατρόπωσιν της ατελείας και επίτευξιν της τελειότητος βάσει της Παλαιάς Διαθήκης και τών ευαγγελίων τού Μάρκου, Λουκά και Ματθαίου κυρίως. Εν συνεχεία εβαπτίζετο γενόμενος νεοφώτιστος και εδιδάσκετο από το Πάσχα μέχρι της Πεντηκοστής τα μυστήρια της βασιλείας τού Χριστού βάσει τού ευαγγελίου τού Ιωάννου, και εστερεοποιείτο εις το στάδιον τού φωτισμού και ηδύνατο να προχώρηση υπό την καθοδήγησιν δεδοκιμασμένου γέροντος εις το στάδιον της θεώσεως ή ενώσεως ή θέας ή θεωρίας, δηλαδή εις τα ανώτερα εν τη ζωή ταύτη στάδια της τελειώσεως καθ' α μετέχει ακόμη διά της οράσεως εις την δόξαν και βασιλείαν τού Θεού» (Ιωάννη Σ. Ρωμανίδη: Ρωμηοσύνη, εκδ. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 308, σημ. 59).

Και οι επιστολές τού Αποστόλου Παύλου εγράφησαν και εστάλησαν στις εκκλησιαστικές κοινότητες για να επιλύσουν σοβαρά θέματα που τις απασχολούσαν. Δεν είχαν πρόθεση οι Απόστολοι να παρουσιάσουν συστηματικά την διδασκαλία την όποια παρέλαβαν από τον Θεό, γι' αυτό και η Αποκάλυψη δεν ταυτίζεται απολύτως με την Αγία Γραφή, όπως θα παρατηρηθή κατωτέρω. Υπάρχουν θέματα τα οποία, λόγω τού ότι δεν αντιμετωπίσθηκαν ως προβλήματα, δεν γράφονται μέσα στην Καινή Διαθήκη. Στο σημείο αυτό στηρίζονται οι Πατέρες, και ιδίως ο Μ. Βασίλειος, που κάνει λόγο για την Παράδοση που παραλάβαμε και είναι ισοστάσια με την Γραφή.

Η άποψη ότι η Αποκάλυψη είναι ο λόγος τού Θεού, που προσφέρει την γνώση όλων τών μυστηρίων και ότι η Αγία Γραφή δεν ταυτίζεται απολύτως με τον λόγο τού Θεού, και ακόμη ότι αυτή η Αποκάλυψη παραδίδεται με «ρητά και με νοήματα», διδάσκεται από πολλούς αγίους Πατέρες. Όμως στο σημείο αυτό θέλω να παρουσιάσω την διδασκαλία τού αγίου Συμεών τού Νέου Θεολόγου, όπως την εκθέτει στον Γ΄ ηθικό του λόγο (SC 122, σελ. 390-440). Η διδασκαλία αυτή είναι πολύ εκφραστική.

Ο άγιος Συμεών, εξηγώντας το τι ακριβώς είναι τα άρρητα ρήματα που άκουσε ο Απόστολος Παύλος, όταν ηρπάγη στον Παράδεισο, γράφει τα ακόλουθα αξιοπρόσεκτα για όσα θίγονται στο σημείο αυτό.

Ο Θεός αποκαλύπτει τον Εαυτό Του και γενικά όλα τα μυστήρια της Βασιλείας Του στην ψυχή τού ανθρώπου. Η λογική και αθάνατη ψυχή είναι μία. Και αυτή η ψυχή «πάσα αίσθησις έστιν, εν εαυτή δηλαδή πάσας εί τινες εισίν έχουσα» (σελ. 404). Όλες οι αισθήσεις της ψυχής είναι μία και εκεί γίνεται αυτή η φανέρωση τού Θεού. Έτσι ο ένας Θεός «τη μια και λογική ψυχή δι' αποκαλύψεως οφθήσεται, παν αγαθόν ταύτη αποκαλύπτεται και δια πασών τών ταύτης αισθήσεων ομού εν τω αυτώ οράται τούτο αυτή, βλέπεται και ακούεται, και γλυκαίνει το γευστικόν και το οσφραντικόν ευωδιάζει, ψηλαφάται, γνωρίζεται, λαλεί και λαλείται, γινώσκει, επιγινώσκεται και ό,τι γινώσκει νοείται» (σελ. 404). Ο Θεός, επομένως, αποκαλύπτει «παν αγαθόν» στην ψυχή τού ανθρώπου, φανερώνει όλα τα μυστήρια της Βασιλείας Του και ο άνθρωπος αποκτά υπαρξιακή γνώση και εμπειρία τού Θεού. Και εκείνος που ορά τον Θεό γνωρίζει καλά «ότι ορά τούτον ο Θεός» (σελ. 404).

Η Αποκάλυψη, κατά την διδασκαλία τού αγίου Συμεών, ταυτίζεται και συνδέεται με την έλλαμψη. Και αυτή η έλλαμψη γίνεται δια τού Αγίου Πνεύματος. Ο Προφήτης «δια της τού Πνεύματος ελλάμψεως ήτοι αποκαλύψεως τον Κύριον ημών πάντως και Υιόν τού Θεού» επιγινώσκει, «και δια της εξ αυτού υπηχήσεως αύθις τα περί της οικονομίας αυτού» διδάσκεται, «οιονεί την περί αυτού διδασκαλίαν ην εκείθεν» μανθάνει «ιδιοποιησάμενος» (σελ. 406). Γι' αυτό τονίζουμε ότι η πλήρης Αποκάλυψη των αληθειών της Πίστεως δόθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής στους Αγίους Αποστόλους και ακόμη ότι κάθε νέα θεωρία τού Θεού από τους αγίους είναι ουσιαστικά βίωση της Πεντηκοστής. Έτσι η ύψιστη μορφή της Αποκαλύψεως είναι η Πεντηκοστή, όταν δηλαδή ο άνθρωπος με την δύναμη και ενέργεια τού Παναγίου Πνεύματος γνωρίζη τον Θεό και ενώνεται μαζί Του.

Η Αποκάλυψη αυτή στον άνθρωπο λέγεται έλλαμψη και θεωρία. Και αυτή η θεωρία προσπορίζει στον άνθρωπο την αληθινή γνώση τού Θεού. Όλες οι εσωτερικές πνευματικές αισθήσεις αποκτούν αυτήν την γνώση τού Θεού. Επομένως η γνώση τού Θεού δεν είναι μια κίνηση και ενέργεια της λογικής, αλλά μια κοινωνία όλης της ψυχής και αυτού ακόμη τού σώματος με τον Θεό. Γι' αυτό οι άγιοι, κατά τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, αποκαλούν «την θεωρίαν γνώσιν και την γνώσιν πάλιν θεωρίαν», καθώς επίσης αποκαλούν «την ακοήν όρασιν και την όρασιν ακοήν» (σελ. 404). Έτσι η όραση τού Θεού είναι και ακοή και η ακοή τού Θεού είναι και όραση τού Θεού. Στην Μεταμόρφωση τού Χριστού πάνω στο όρος Θαβώρ και η ακοή τής φωνής τού Θεού «ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός» ήταν θεωρία τού Θεού. Όραση (θεωρία) και ακοή τίθενται εναλλάξ στην Αγία Γραφή. «Ούτω τοίνυν η θεία Γραφή και την θεωρίαν τού Θεού ακοήν και την ακοήν αντί θεωρίας συνήθως τίθησιν» (σελ. 406). Και αυτή η ακοή και η θεωρία είναι γνώση. «Ώστε ακοήν την εν τη θεωρία τής δόξης τού Πνεύματος εγγινομένην ομού διδασκαλίαν και γνώσιν λέγει» (σελ. 406).

Η Αποκάλυψη όμως τού Θεού δεν προσφέρεται σε όλους τους ανθρώπους, όπως δίδεται η ευκαιρία σε πολλά σημεία τού βιβλίου αυτού να υπογραμμίσουμε, αλλά μόνον σε όσους είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι να δεχθούν αυτήν την έλλαμψη και γνώση τού Θεού. Αναλύοντας ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος την παραβολή τού Χριστού, σύμφωνα με την οποία εξεδιώχθη από τον γάμο ο μη έχων ένδυμα γάμου, γράφει ότι με αυτό έδειξε ο Κύριος «ότι ουδείς εκεί μελανηφορών εισελεύσεται» (σελ. 414). Το ότι εισήλθε και στην συνέχεια εξεβλήθη έξω δεν σημαίνει ότι έκανε λάθος ο αλάθητος, «αλλ' ότι ούπω καιρός ην αποκαλύψαι τα τοιαύτα μυστήρια» (σελ. 416). Μόνον οι άξιοι, οι καθαρθέντες, είναι δεκτικοί αυτής τής Αποκαλύψεως, γιατί, όπως υπογραμμίζει ο άγιος Συμεών, οι ελλάμψεις «τοις αξίοις εκφαντικώτερόν τε και τρανότερον» αποκαλύπτονται (σελ. 400).

Ο λόγος και τα ρήματα που άκουσε ο Απόστολος Παύλος, κατά τον άγιο Συμεών, είναι «αι μυστικαί και επ' αληθώς ανέκφραστοι δια τής ελλάμψεως τού αγίου Πνεύματος, θεωρίαι τε και υπερμεγαλοπρεπείς άγνωστοι γνώσεις, ειτ' ουν αθέατοι θεωρίαι τής υπερφώτου και υπεραγνώστου τού Υιού και Λόγου τού Θεού δόξης τε και θεότητος» (σελ. 398-400). Έτσι λόγος και ρήματα είναι αυτή η ίδια η Αποκάλυψη, η οποία ταυτόχρονα είναι και άγνωστη γνώση και ανέκφραστοι, «αθέατοι θεωρίαι τής υπερφώτου και υπεραγνώστου» θεότητος τού Χριστού.

Αυτός όμως ο λόγος και τα ρήματα, που είναι η θεία Αποκάλυψη, είναι άφραστα. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, είναι σαφής όταν τονίζη ότι «το ρήμα τού Θεού και ο λόγος αυτού, δια τού στόματος αυτού εξερχόμενος (δηλαδή δια τού Αγίου Πνεύματος) άφραστος εστι παντελώς ανθρωπίνη γλώσση και ακοή σαρκίνη πάντη αχώρητος, ου μόνον δε, αλλά και εις την αίσθησιν αυτής μη δυνάμενος ελθείν, τής αισθήσεως δηλονότι μη ισχυούσης αισθανθήναι τα υπέρ αίσθησιν» (σελ. 396). Ο λόγος, λοιπόν, και το ρήμα είναι άφραστα. Δεν μπορούν τελείως να εκφρασθούν. Με άλλα λόγια οι Αποκαλύψεις τού Αγίου Πνεύματος δεν μπορούν στην τελειότητα να διατυπωθούν με «ρήματα» και «νοήματα». Γι' αυτό τονίζει ο άγιος ότι «ουδέ εν των βλεπομένων η ακουσμένων, καθώς ταύτα ορά και ακούει, οίον εστι και οία ειπείν ποτέ δύναται. Δια τούτο και γλώσση ταύτα λαλήσαι αδύνατον είναι προσέθηκεν» (σελ. 408).

Με όλα αυτά φαίνεται καθαρά ότι η Αγία Γραφή δεν είναι λόγος τού Θεού. Δεν ταυτίζεται ο λόγος του Θεού πλήρως με την Αγία Γραφή. Η Αγία Γραφή είναι λόγος περί τού λόγου τού Θεού, αφού ο λόγος και το ρήμα είναι αυτή η ίδια η Αποκάλυψη και η Αποκάλυψη είναι αδύνατον να εκφρασθή τελείως. Η Αγία Γραφή δεν είναι Αποκάλυψη, αλλά λόγος περί της Αποκαλύψεως. Δεν είναι Πεντηκοστή, αλλά λόγος περί της Πεντηκοστής. Βεβαίως η Αγία Γραφή περιλαμβάνει «ρήματα και νοήματα», αλλά η Αποκάλυψη, που δέχεται κάθε άγιος κατά την θεωρία τού Θεού, είναι υπερτέρα της Αγίας Γραφής. Το ίδιο γίνεται, όπως θα σημειωθή πιο κάτω, και στους όρους των Οικουμενικών Συνόδων. Η εμπειρία των αγίων είναι υπερτέρα των όρων και αυτών ακόμη τών Οικουμενικών Συνόδων. Έτσι, όπως υπογραμμίζεται πολλές φορές στο βιβλίο αυτό, η Αγία Γραφή δεν είναι πηγή της πίστεως, γιατί πηγή της πίστεως είναι η εμπειρία και η Αποκάλυψη, που δέχονται οι άγιοι, και επομένως η Αγία Γραφή δεν μπορεί να ερμηνευθή έξω από την εμπειρία τών θεουμένων αγίων, αυτών δηλαδή που εδέχθησαν και δέχονται στην προσωπική τους ζωή την Αποκάλυψη και έτσι γνώρισαν όλα τα μυστήρια της Βασιλείας τού Θεού. Αυτοί είναι άξιοι και δεκτικοί της Αποκαλύψεως.

Ο π. Αθανάσιος Γιέβτιτς γράφει εκφραστικά: «Το κείμενο της Αποκαλύψεως δεν είναι «πηγή» της θεολογίας. Είναι μόνο η θεόπνευστη, έλλογη μαρτυρία περί τού οραθέντος και βιωθέντος και γνωσθέντος, κατά το μέτρο της πίστεως και δεκτικότητος της ζώσης προσωπικότητος η οποία περί αυτού μαρτυρεί και τών ζωντανών προσώπων στα οποία η μαρτυρία αυτή απευθύνεται» (Σύναξη τεύχος 3 σελ. 19).

Ο καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης σημειώνει γι' αυτό το σημείο: «Η ιδέα ότι η Γραφή δύναται να ταυτισθή προς την αποκάλυψιν είναι ου μόνον γελοία από πατερικής απόψεως, αλλά και καθαρά αίρεσις. Η Γραφή δεν είναι αποκάλυψις, αλλά λόγος περί της Αποκαλύψεως. Η Γραφή είναι το μοναδικόν κριτήριον της αυθεντικής (γνησίας) Αποκαλύψεως, αλλ' η αποκάλυψις δεν περιορίζεται, ακόμη και χρονικώς, εις την Γραφήν. Η Πεντηκοστή είναι η τελική και υψίστη μορφή της Αποκαλύψεως, ότε το Άγιον Πνεύμα ωδήγησε τους αποστόλους εις πάσαν την αλήθειαν, ως επηγγέλθη τούτο ο Χριστός, αλλ' η Πεντηκοστή δεν είναι γεγονός άπαξ λαβόν χώραν εν τη ιστορία, αλλά συνεχιζόμενη εμπειρία και συμμετοχή εντός της Εκκλησίας εις τον δοξασμόν τού Χριστού και υπό τού Χριστού χορηγηθέντα ως δώρον εις εκείνους, οίτινες επέτυχον διαφόρους βαθμούς τελειότητος δια της μεταβάσεώς των από της καθάρσεως εις τον φωτισμόν, όστις καταλήγει εις υψηλοτέρας μορφάς θεωρίας, τ. ε. εις την θέωσιν ή την δόξαν.

Άλλαις λέξεσιν, η εμπειρία των αποστόλων κατά την Πεντηκοστήν μεταδίδεται ως ο πυρήν της παραδόσεως από γενεάς εις γενεάν κατά τοιούτον τρόπον, ώστε η Ορθόδοξος Εκκλησία κατέχει εν τω μέσω της ζώντας μάρτυρας τού εν Χριστώ δοξασμού, οίτινες δια τούτο έχουν την κατά το δυνατόν πλήρη κατανόησιν της Αποκαλύψεως της δόξης τού Θεού εν Χριστώ, τόσον εν τη Παλαιά, όσον και εν τη Καινή Διαθήκη.

Η Γραφή καθ' εαυτήν δεν αποτελεί την άκτιστον δόξαν τού Θεού εν Χριστώ, και επομένως η Γραφή δεν είναι αποκάλυψις. Η Γραφή δεν είναι π.χ. Πεντηκοστή, αλλ' ομιλεί περί της Πεντηκοστής. Ουχ ήττον ο δοξασμός των προφητών, τών αποστόλων και τών αγίων εν τη ανθρωπίνη φύσει τού Χριστού είναι η Πεντηκοστή εις διαφόρους βαθμίδας και επομένως είναι αποκάλυψις. Η Πεντηκοστή είναι δια τον άνθρωπον η τελική μορφή τού δοξασμού εν Χριστώ, ουχί μόνον μεταγενεστέρα εμπειρία, αλλά μάλλον συνεχής εμπειρία εντός της Εκκλησίας, περιλαμβάνουσα λέξεις και εικόνας, ενώ ταυτοχρόνως υπερβαίνει τας λέξεις και τας εικόνας. Άλλαις λέξεσι, περιλαμβάνει το σώμα, τον νουν και τας διανοητικάς δυνάμεις, αλλά συγχρόνως και τας υπερβαίνει τελείως. Δια τούτο ακριβώς η εμπειρία της Πεντηκοστής, ήτις υπερβαίνει τας λέξεις, τας εικόνας, το σώμα και τον νουν, δεν δύναται να συλληφθή ή εκφρασθή δια λέξεων. Επομένως, η σημαντικωτέρα όψις της πεντηκοστιανής Αποκαλύψεως δεν δύναται να ταυτισθή προς την Γραφήν, ήτις αποτελείται εκ λέξεων και εικόνων εννοιοφόρων. Δια τούτο και η εμπειρία της Πεντηκοστής εμπεριέχεται εις την Γραφήν και συγχρόνως υπερβαίνει την Γραφήν, εφ' όσον αυτή δεν αποτελή την πεντηκοστιανήν αποκάλυψιν τής δόξης τού Θεού εν Χριστώ δι' Αγίου Πνεύματος καθ' εαυτήν». (Καθ. Ιωάννη Ρωμανίδη: Κριτική θεώρησις τών εφαρμογών τής Θεολο­γίας εις Πρακτικά τού Β' Συνεδρίου Ορθ. Θεολογίας, σελ. 419-420).

Ο Αρχιεπίσκοπος Σινά παρατηρεί: «Η Αγία Γραφή γράφηκε από τους θεούμενους, στους οποίους αποκαλύφθηκε από τον Θεό η ορθή πίστη.

Η Παλαιά Διαθήκη περιέχει τις ενέργειες τού Λόγου προ τής σαρκώσεώς Του. Η Καινή Διαθήκη περιέχει τις ενέργειες τού Λόγου ύστερα από τη σάρκωσί Του, όπως επίσης και τη διδασκαλία και τα θαύματά Του.

Η ίδια η Αγία Γραφή δεν είναι η «αποκάλυψη» τού Θεού, γιατί αυτή γίνεται μόνο στους θεούμενους. Είναι βιβλίο «περί τής αποκαλύψεως». Δεν είναι ο λόγος τού Θεού, όπως λένε οι προτεστάντες. Είναι βιβλίο «περί τού λόγου τού Θεού», διότι περιέχει την ορθή πίστη όπως την παραδίνουν οι θεούμενοι, οι οποίοι έτυχαν των θείων αποκαλύψεων αμέσως. Είναι, λοιπόν, η Αγία Γραφή μαρτυρία «περί τής αποκαλύψεως».

Όπως όλα τα αλλά «κτιστά ρήματα και νοήματα» είναι θεόπνευστα, έτσι και η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστος και απλανής οδηγός τού λαού τού Θεού στη θέωση. Είναι θεόπνευστη η Αγία Γραφή γιατί γράφηκε από θεοπνεύστους συγγραφείς, τους θεουμένους. Τα συγγράμματα τών αγίων Πατέρων είναι θεόπνευστα, γιατί γράφηκαν από θεόπνευστους και θεοφόρους αγίους Πατέρες. Οι αποφάσεις τών Συνόδων είναι θεόπνευστες γιατί πάρθηκαν από θεόπνευστους και θεοφόρους Πατέρες, από θεουμένους, από Αγίους» (Αρχιεπ. Σινά Δαμιανού: «Ορθοδοξία και Παράδοσις» εις «Εκκλησιαστική Αλήθεια» 85/16-4-1980).

Φαίνεται καθαρά από όσα παρετέθησαν ότι η Αγία Γραφή περιγράφει την εμπειρία της θεώσεως, η όποια και περιγραφόμενη παραμένει άρρητη. Γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: «Μη πολυπραγμόνει τοίνυν, αλλ’ έπου τοις πεπειραμένοις, μάλιστα μεν έργοις, ει δε μη τούτοις, τοις λόγοις γουν, αρκούμενος ταις παραδειγματικαίς εκφάνσεσιν αυτής. η γαρ θέωσις υπερώνυμος. Διό και ημείς πολλά περί ησυχίας συγγραψάμενοι, νυν μεν τών πατέρων προτρεψάντων, νυν δε τών αδελφών αιτησαμένων, ουδαμού περί θεώσεως αναγράψαι τεθαρρήκαμεν νυν δ’ επείπερ ανάγκη λέγειν, ερούμεν, ευσεβή μεν τη τού Κυρίου χάριτι, παραστήσαι δε ουχ ικανά. και λεγομένη γαρ άρρητος εκείνη μένει, μόνοις ενώνυμος, κατά τους πατέρας φάναι, τοις ευμοιρηκόσιν αυτής» (Γρηγορίου Παλαμά: Συγγράμματα, εκδ. Παναγιώτου Χρήστου, Τόμος Α', σελ. 644).

Ελέχθη προηγουμένως ότι και ο απαρτισμός τού Κανόνος της Καινής Διαθήκης έχει μια ιστορία. Από τους Αποστόλους και τους Ποιμένας τής Εκκλησίας δεν καταβλήθηκε απ' αρχής καμιά προσπάθεια να συγκεντρώσουν σ' έναν τόμο τα κείμενα τής Καινής Διαθήκης. Αυτό έγινε μεταγενέστερα. Παρά ταύτα η Εκκλησία ζούσε και οι Χριστιανοί τών πρώτων εκκλησιαστικών κοινοτήτων είχαν όλη την εμπειρία τής Πεντηκοστής. Σχετικά με τον Κανόνα τής Καινής Διαθήκης γράφει ο καθηγητής Σάββας Αγουρίδης: «Η ιστορία τον Κανόνος τής Κ.Δ. παρουσιάζει ορισμένα δυσχερή αλλά και άκρως ενδιαφέροντα προβλήματα. Η ιστορία τού Κανόνος έχει αναμφιβόλως αρχήν, η δε αρχή αυτή, κατά την κρατούσαν σήμερον άποψιν, είναι η συλλογή τών Επιστολών τον Αποστόλου Παύλου. Αναγνωρίζεται επίσης υπό πάντων, ότι περί τα τέλη τού τετάρτου αιώνος μ.Χ. ο κανών τών γνωστών 27 βιβλίων της Κ. Διαθήκης είχε πλέον αποτελεσθή. Τι συνέβη όμως κατά την μεταξύ τών δύο τούτων ορίων περίοδον; Η ιστορία τού Κανόνος κατά την εν λόγω περίοδον εγείρει ορισμένα προβλήματα, η εξέτασις τών οποίων είναι δύσκολος και η λύσις έτι δυσχερεστέρα. Ιδού μερικά τοιαύτα προβλήματα: Εις ποίον ακριβώς σημείον της περιόδου αυτής ανεφάνη η ιδέα τού Κανόνος της Κ. Διαθήκης; Ποία ήτο η σύνθεσις τού πρώτου αυτού κανόνος; Η ιδέα αυτή τού Κανόνος της Κ.Δ. ήτο προϊόν εξελίξεως η ανεφάνη αιφνιδίως; Υποστηρίζεται υπό πολλών ερευνητών ότι εις τον Ιουστίνον, τον φιλόσοφον και μάρτυρα, περί το 150 εν Ρώμη, απουσιάζει η έννοια τού κανόνος. Μετά είκοσιν όμως η τριάκοντα έτη, εις τον Ειρηναίον ο Κανών της Κ. Διαθήκης είναι μία πραγματικότης. Εάν το πράγμα έχη ούτως, διερωτάται τις τι ακριβώς συνέβη μεταξύ 150 και 180 μ.Χ. εν σχέσει προς τον Κανόνα; Ποία ακριβώς στάδια ηκολούθησεν η ιστορική πορεία τού κανόνος μέχρι τού τέλους τού 4ου αιώνος;» (Σάββα Αγουρίδη: Εισαγωγή εις την Κ. Διαθήκην, εκδ. Γρηγόρη, σελ. 58).

Από όσα παρετέθησαν καθίσταται σαφές ότι η Εκκλησία συγκρότησε τον Κανόνα της Καινής Διαθήκης, και μάλιστα μέσα σε μια μεγάλη περίοδο, αυτή ξεχώρισε τα κείμενα και παρέλαβε όσα εκείνη νόμισε. Γι’ αυτό το θέμα θα μιλήσουμε πιο κάτω. Εδώ πρέπει να υπογραμμισθή δεόντως ότι η Αγία Γραφή μόνη της δεν είναι η μοναδική «πηγή» της πίστεως. Απλώς περιλαμβάνει κείμενα αυθεντικά που περιγράφουν την εμπειρία την οποία έχουν οι άγιοι συγγραφείς τών κειμένων και μάλιστα όχι όλη την εμπειρία, αλλά αυτήν που σχετίζεται με τα προβλήματα που απασχολούσαν τους Χριστιανούς τών εκκλησιαστικών κοινοτήτων.

http://www.oodegr.com/oode/grafi/th_apokal1.htm
raimon
raimon

Αριθμός μηνυμάτων : 9043
Ημερομηνία εγγραφής : 08/03/2013

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Αγία Γραφή, Ερμηνεία και Πατρολογία Empty Απ: Αγία Γραφή, Ερμηνεία και Πατρολογία

Δημοσίευση από raimon Σαβ Απρ 06, 2013 12:51 pm

vas019 έγραψε:Οι αιρετικοί και η Αγία Γραφή κατά τον άγ. Ιωάννη τον Χρυσόστομο

Πρωτοπρ. Βασίλειος Α. Γεωργόπουλος, Δρ. Θ


Ο ιερός Χρυσόστομος ανήκει στις πλέον επιφανείς και εξέχουσες πατερικές προσωπικότητες. Υπήρξε συν τοις άλλοις ο ανυπέρβλητος ερμηνευτής της Αγίας Γραφής, «ο γαρ των του Θεού απορρήτων σοφός προφήτης» κατά τον άγιο Ισίδωρο τον Πηλουσιώτη (Επισ. Ι, 156. ΡG 78, 288 Β). Το ερμηνευτικό του έργο είναι μοναδικό μέσα στην ιστορία της Εκκλησίας τόσο για τον όγκο του όσο και για το βάθος, τον πλούτο, τον ρεαλισμό και τη σαφήνειά του (Βλ. H. F. von Campenhausen, Griechische Kirchenväter, 8η έκδ, 1993, σ. 137. B. Altaner - A. Stuiber, Patrologie, Sonderausgabe, 1993, σ. 324).

Ο ιερός Χρυσόστομος δεν υστέρησε φυσικά και στην υπεράσπιση της Ορθοδόξου πίστεως εναντίον των διαφόρων αιρετικών. Η πτυχή αυτή του έργου του μαρτυρείται με σαφήνεια και στις ερμηνευτικές του παρατηρήσεις σε διάφορα χωρία της Αγ. Γραφής που διαστρέβλωναν οι αιρετικοί της εποχής του.


Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτό, τόσο της ερμηνευτικής του εργασίας όσο και της υπεράσπισης της Εκκλησιαστικής διδαχής ο Ι. Χρυσόστομος έχει περιγράψει βασικές πρακτικές των αιρετικών που δείχνουν τον τρόπο με τον οποίο οι αιρετικοί χρησιμοποιούν την Αγ. Γραφή στην προσπάθειά τους να παρασύρουν ανύποπτους και ακατάρτιστους ανθρώπους σε θέματα πίστεως. Και στο σημείο, όμως, αυτό έχει παραμείνει μοναδικός και ανυπέρβλητος. Όσα επισήμανε τότε για τις αιρετικές μεθοδεύσεις έχουν διαχρονική επικαιρότητα, καθώς οι ίδιες πρακτικές, με τις ίδιες συνέπειες, χρησιμοποιούνται και σήμερα από το πλήθος των σύγχρονων αιρετικών ομάδων.

α) Η πρώτη βασική επισήμανσή του σχετίζεται με τα γενεσιουργά αίτια των διαφόρων αιρέσεων. Ενώ η Εκκλησία είναι σώμα Χριστού αντιθέτως η αφετηρία των διαφόρων αιρέσεων σχετίζεται με την ύπαρξη ενός νοσηρού και πνευματικά επικίνδυνου φαινομένου. Λέγει ο Ι. Χρυσόστομος: «Τούτο το δένδρον (σ. σ της αιρέσεως) εφύτευσεν μεν λογισμών άκαιρος περιέργεια, επότισε δε απόνοιας τύφος, ηύξησε δε φιλοδοξίας έρως» (PG 48, 719).

β) Θεμελιώδης πρακτική των διαφόρων χριστιανικών αιρέσεων αποτελεί η διαστροφή του νοήματος των αγιογραφικών χωρίων και η κατανόησή τους εκτός των συμφραζομένων και της ευρύτερης νοηματικής τους συνάφειας. Τέτοιου είδους πρακτικές τις συνδυάζουν με την μόνιμη επωδό, ότι οι ισχυρισμοί τους είναι η άποψη της Αγ. Γραφής. Επισημαίνει σχετικά ο Ι. Χρυσόστομος γι' αυτό: «Ου τοίνυν αρκεί το ειπείν, ότι εν τη Γραφή γέγραπται, αλλά χρη και την ακολουθίαν αναγνώναι πάσαν, επεί ει μέλλοιμεν διακόπτειν την προς άλληλα συνέχειαν αυτών και συγγένειαν, πολλά τεχθήσονται πονηρά δόγματα» (PG 56,156)

Στην ίδια συνάφεια επισημαίνει πάλι: «Ου’ δει απλώς τας των Γραφών ρήσεις παραφέρειν, ουδέ εκκόπτοντας της ακολουθίας, ουδέ της συγγενείας αποσπώντας, ουδέ έρημα και γυμνά τα ρήματα της των επομένων ή προλαβόντων βοηθείας λαμβάνοντας συκοφαντείν απλώς και επηρεάζειν» (ΡG 56,158).

γ) Ο κάθε αιρετικός που παρουσιάζει τις πλάνες του ως απόψεις της Αγ. Γραφής θεωρείται κατά τον Ι. Χρυσόστομο ως «ο δόγματα φρικτά και απόρρητα λυμηνάμενος» (PG 61, 622-623). Την αλήθεια αυτή την κάνει πιο σαφή με ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα. Αναφέρει: «Καθάπερ γαρ εν τοις βασιλικοίς νομίσμασιν ο μικρόν του χαρακτήρος περικόψας, όλον το νόμισμα κίβδηλο ειργάσατο, ούτω και ο της υγιούς πίστεως και το βραχύτατον ανατρέψας, τω παντί λυμαίνεται» (PG 61, 622 ).

δ) Καθώς απουσιάζουν απ’ αυτούς οι πνευματικές προϋποθέσεις ορθής ερμηνείας, οι διάφοροι αιρετικοί παρουσιάζουν ως διδασκαλία της Αγ. Γραφής «τη των οικίων λογισμών ασθενεία» (PG 59, 146). Πώς επιτυγχάνεται αυτό; Με το «διεστραμμένως απαγγέλειν τα εν ταις Γραφαίς κείμενα, ή προστιθέντας ή υφαιρούντας». Αποτέλεσμα αυτών των αιρετικών πρακτικών είναι το «επιζοφούν την αλήθεια» (PG 56, 156) και «Τη αληθεία αεί παρεισάγειν την πλάνην πολλά επιχρωννύντα αυτή τα ομοιώματα, ώστε ευκόλως κλέψαι τους ευεξαπατήτους». (PG 58, 475).

ε) Ο Ι. Χρυσόστομος έχει αναφερθεί επίσης και στα διάφορα προσωπεία τα οποία χρησιμοποιούν οι αιρετικοί. Συνήθως αποκρύπτουν την πραγματική τους ταυτότητα και παραπληροφορούν, παρότι επικαλούνται την Αγ. Γραφή. Με τον ρεαλισμό που τον διακρίνει επισημαίνει: «Παρά μεν την αρχήν συσκιάζουσιν εαυτούς, επειδάν δε πολλήν λάβωσι την παρρησίαν και λόγου τις αυτοίς μεταδώ τότε τον ιόν εκχέουσιν» (PG 58, 477). Και αλλού: «Εργάζονται μεν γαρ, αλλ’ ανασπώσι τα πεφυτευμένα. Επειδή γαρ ίσασιν, ότι ετέρως ουκ αν γένοιντο ευπαράδεκτοι, το προσωπείον λαβόντες της αληθείας, ούτω το δράμα της πλάνης υποκρίνονται. (. . . ). Σχήμα μόνον αυτοίς, η δορά του προβάτου επίκειται». (PG 61, 563). Το προσωπείο, όμως, δεν δηλώνει ειλικρίνεια αλλά δόλο και μεθόδευση.

στ) Επανειλημμένα μέσα στις ομιλίες του ο ιερός πατέρας είχε τονίσει την αναγκαιότητα και τη σπουδαιότητα της συστηματικής, προσεκτικής και συνεχούς μελέτης της Αγ. Γραφής από τους χριστιανούς. Την προτροπή αυτή τη συνοψίζει ο λόγος του «Παρακαλώ μετά πολλής σπουδής την ανάγνωσιν των θείων Γραφών ποιώμεθα. Ούτω γαρ και της γνώσεως επιτευξόμεθα, ει συνεχώς επίωμεν τα εγκείμενα» (PG 53, 321). Και τούτο γιατί μεταξύ των πολλών πνευματικών καρπών που προέρχονται από την αγιογραφική κατάρτιση των χριστιανών, συναριθμεί και τη δυνατότητα απάντησης και αναίρεσης των αιρετικών ισχυρισμών.

Εν προκειμένω ο Ι. Χρυσόστομος είναι εξαιρετικά σαφής: «Κάτασχε αυτόν, και περίστηθι, και μη αφής αποπηδήσαι, μηδέ αναχωρήσαι εις τον λαβύρινθον των λογισμών αλλά κάτασχε, και απόπνιξον, μη τη χερί, αλλά τω ρήματι, μη δως αυτώ διαστολάς και διαφυγάς, ας βούλεται. Εκείθεν θόρυβον εμποιούσι τοις διαλεγομένοις, επειδή ημείς αυτοίς ακολουθούμεν, και ουχ άγομεν υπό τους νόμους των θείων Γραφών. Περίθες τοίνυν αυτώ τειχίον πάντοθεν, τας από των Γραφών μαρτυρίας, και ουδέ χάναι δυνήσεται». (PG 56, 167).

Θα ολοκληρώσουμε την μικρή αυτή αναφορά μας στη διδασκαλία του ιερού πατέρα με μία καίριας σπουδαιότητας επισήμανση, η οποία αποτελεί ταυτοχρόνως και θεμελιώδη και αναντικατάστατη ορθόδοξη ποιμαντική αρχή. Ο ορθόδοξος χριστιανός στο πρόσωπο του κάθε αιρετικού βλέπει ένα θύμα του πονηρού. Ένα άρρωστο πνευματικά άνθρωπο. Γι' αυτό λέγει ο Ι. Χρυσόστομος «τω λόγω διώκω ου τον αιρετικόν, αλλά την αίρεσιν, ου τον άνθρωπο αποστρέφομαι αλλά την πλάνην μισώ, και επισπάσασθαι βούλομαι» (PG 50, 701).

ΠΗΓΗ:http://www.egolpion.com/xrusostomikes_epishmanseis.el.aspx
raimon
raimon

Αριθμός μηνυμάτων : 9043
Ημερομηνία εγγραφής : 08/03/2013

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Αγία Γραφή, Ερμηνεία και Πατρολογία Empty Απ: Αγία Γραφή, Ερμηνεία και Πατρολογία

Δημοσίευση από raimon Σαβ Απρ 06, 2013 12:51 pm

jm_ac_2018 έγραψε:μπραβο αδελφε μου για το νημα αυτο που θα πρέπει να το ΜΕΛΕΤΗΣΟΥΜΕ ολοι μας ωστε να ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΟΥΜΕ να ΕΜΒΑΘΥΝΟΥΜΕ στα της Γραφης και να μην μείνουμε ΜΟΝΟΝ ΣΤΑ ΕΥΚΟΛΑ ΚΑΙ ΒΑΣΙΚΑ οπως ισχυρίζεται ο πάτερ της ομιλίας (απο άλλο νήμα..)...Με την λογική αυτή του πάτερ δεν θα υπήρχε ΚΑΝΕΙΣ ΑΓΙΟΣ αφου ολοι μας θα μέναμε στα ΒΑΣΙΚΑ και ΕΥΚΟΛΑ της πίστεως....αλλα βλέπουμε οτι οι ΑΓΙΟΙ ΒΙΩΣΑΝ το Ευαγγέλιο και την ΓΡΑΦΗ που σημαίνει οτι ΡΟΥΦΟΥΣΑΝ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΛΕΞΗ πολύτιμα αλλα και Θεοσταλτα νοήματα...
raimon
raimon

Αριθμός μηνυμάτων : 9043
Ημερομηνία εγγραφής : 08/03/2013

Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω

Επιστροφή στην κορυφή

- Παρόμοια θέματα

 
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης