Αυθεντική Θεολογία και Πνευματική Αποστασία Πλάνης
Σελίδα 1 από 1
Αυθεντική Θεολογία και Πνευματική Αποστασία Πλάνης
vas019 έγραψε:ΑΓΙΟΣ ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ ΠΟΠΟΒΙΤΣ -ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ
1627: "ἡ Χριστιανικὴ πίστις, ἡ πίστις τῶν ἁγίων Πατέρων, ἔχει ὅλην τὴν δυνατότητα νὰ ἀπαντήσῃ εἰς τὶς ἀνάγκες, εἰς τὰ ἐρωτήματα καὶ τὶς ἀνησυχίες τῶν Χριστιανῶν τῆς ἐποχῆς μας, καὶ νὰ προσφέρῃ τὰ ἀναγκαῖα ὅπλα πρὸς ἀντιμετώπισιν τῶν φαντασμάτων καὶ τῆς αὐταπάτης, πρὸς καταδίωξιν τῶν ἀπαισίων αὐτῶν τεράτων τοῦ ψεύδους, τῶν τρομερῶν αὐτῶν ἐφιαλτῶν τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων.",
Pere JUSTIN POPOVITCH, Philosophie Orthodoxe de la Verite, Dogmatique de l’Eglise Orthodoxe, tome 5, traduit du serbe par Jean-Louis Palierne, ed. «L’Age d’ Homme», Lausanne 1997, σ. 457-464. Μετεφράσθη δὲ ὑπὸ τοῦ ἀρχιμανδρίτου Νικοδήμου Μπαρούση καί, λόγῳ τῆς ἐπισήμου πλέον ἀνακηρύξεως τῆς ἁγιότητος τοῦ Σέρβου ἱερομονάχου Ἰουστίνου (Πόποβιτς), ἀντὶ τῆς προσφωνήσεως: «πατὴρ Ἰουστῖνος» ἀναφέρεται αὐτὸς ὡς: «ἅγιος Ἰουστῖνος»., http://www.agiazoni.gr/article.php?id=64805375253337497942,
1628: "Ἔκρινεν ἀναγκαῖον νὰ παρουσιάσῃ δι’ ἑνὸς τόσον προσωπικοῦ ὕφους τὴν παραδοσιακὴν πίστιν, διὰ νὰ κατορθώσῃ νὰ προκαλέσῃ τὸν σύγχρονον ἄνθρωπον, νὰ τοῦ δώσῃ τὴν ἐπιθυμίαν καὶ τὴν δυνατότητα νὰ ἀπωθήσῃ ἀφ’ ἑαυτοῦ τὴν διαστροφὴν τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς, ἡ ὁποία προσφέρεται εἰς αὐτὸν ὑπὸ τοῦ Οὑμανισμοῦ ὡς προφανὴς καὶ δικαιολογημένη. Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος ὑπογραμμίζει ὅτι ὁ Οὑμανισμός, περὶ τοῦ ὁποίου καυχᾶται ἡ ἐποχή μας (ἂς ἰδοῦμε πόσας αὐταπάτας δύναται σήμερον νὰ καλύψῃ ἡ οὑμανιστικὴ ἔννοια τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων), εἶναι ὁ ἀντίπους τοῦ εὐαγγελισμοῦ τοῦ Θεανθρώπου, εἶναι ἡ προβολὴ ἑνὸς παγκοσμίου εἰδώλου, συντεθειμένου μετὰ τοιαύτης ἀπάτης, ὥστε νὰ δύναται νὰ ὑποδουλώσῃ ἡμᾶς μετ’ εὐκολίας.", Pere JUSTIN POPOVITCH, Philosophie Orthodoxe de la Verite, Dogmatique de l’Eglise Orthodoxe, tome 5,
1629: "Σήμερον θέλουν, ἐν ὀνόματι τοῦ Οὑμανισμοῦ, νὰ ἑρμηνεύσουν τὸ παρὸν διὰ τοῦ παρελθόντος, τὸν ἄνθρωπον διὰ τοῦ ζῴου καὶ τὸ ζῷον διὰ τῆς ὕλης, τὴν θρησκείαν διὰ τῆς κοινωνίας καὶ τὴν κοινωνίαν διὰ τῆς οἰκονομίας, τὶς ἀξίες διὰ τοῦ συμφέροντος, τὴν ἠθικὴν ζωὴν διὰ τῶν ἐνστίκτων, τὴν ζωὴν τῶν ὡρίμων διὰ τῆς παιδικότητος, καὶ τὴν γνῶσιν τῶν ὄντων διὰ τῆς ἐκπαιδεύσεως. Ἔτσι, ἀπορροφοῦν τὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας ἐντὸς τοῦ κοινωνικοῦ γίγνεσθαι καὶ τῆς ἐγκοσμιότητος, ἐλαχιστοποιοῦν τὸ ἱερὸν εἰς τὴν αἴσθησιν τῆς προσωπικῆς εὐαισθησίας, καὶ τὴν ποιμαντικὴν εἰς τὴν διοικητικὴν διεκπεραίωσιν καὶ ἐξάσκησιν τοῦ καθήκοντος. ",
Pere JUSTIN POPOVITCH, Philosophie Orthodoxe de la Verite, Dogmatique de l’Eglise Orthodoxe, tome 5,
1630: " ἡ σκέψις τῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι πάντοτε ὑλικὸν διαχρονικόν, εἶναι διεργασία τῶν πηγῶν μετὰ τῶν ἑκάστοτε τρεχόντων πνευματικῶν ρευμάτων, τῶν ἐπαναστάσεων, τῶν δυσχερειῶν, τῶν διαφοροποιήσεων καὶ τῶν διαμορφώσεων, τῶν διαφόρων σχολῶν καὶ τῶν ἐπὶ μέρους παραδόσεων. Ἡ διδασκαλία του ἄρχιζε πάντοτε διὰ τῆς φράσεως: «Οὗτος ὁ Ἅγιος διδάσκει ἡμᾶς ὅτι...», ἔκφρασις ἐπαναλαμβανομένη συχνῶς μετά τινος ἰδιαιτερότητος διὰ τὴν ἁγιότητα ἑκάστου Πατρὸς καὶ τὴν θέσιν, τὴν ἀποστολήν, τὴν ὁποίαν ἐνεπιστεύθη εἰς αὐτὸν ἡ θεία Πρόνοια χάριν τῆς Ἐκκλησίας.",
Pere JUSTIN POPOVITCH, Philosophie Orthodoxe de la Verite, Dogmatique de l’Eglise Orthodoxe, tome 5,
amnos- Αριθμός μηνυμάτων : 1146
Ημερομηνία εγγραφής : 08/03/2013
Απ: Αυθεντική Θεολογία και Πνευματική Αποστασία Πλάνης
vas019 έγραψε:δύο είδη Θεολογίας
«Υπάρχουν δύο είδη θεολογίας: το έν -ευρέως γνωστόν κατά τους παρελθόντας αιώνας- είναι η επαγγελματική καθέδρα του πολυμαθούς, το άλλο η συσταύρωσις μετά του Χριστού, η γνώσις Αυτού εν τοις ενδομύχοις της καρδίας.
Το πρώτον είδος είναι προσιτόν εις το πλήθος των διανοητικώς πεπροικισμένων ανθρώπων, των προτιμώντων την φιλοσοφικήν προσέγγισιν της θεολογίας.
Η πραγματική δε πίστις εις την Θεότητα του Χριστού, ήτις εκφράζεται δια ζωής συμφώνου προς το πνεύμα των εντολών Αυτού, δεν είναι απαραίτητος δι’ αυτούς.
Το δεύτερον είδος είναι θεολογία ομολογίας, ήτις γεννάται δια του βαθέος φόβου του Θεού εν τω πυρί της φλογεράς μετανοίας, ήτις εισάγει εις την οντολογικήν πραγματικότητα δια της εμφανίσεως του Ακτίστου Φωτός.
Η ακαδημαϊκή θεολογία εν συνδυασμώ μετά της ζώσης πίστεως δίδει αγαθά αποτελέσματα. Ευκόλως όμως «εκφυλίζεται», αποβαίνει αφηρημένη θεωρία, παύει να είναι εκείνο, όπερ παρατηρείται εν τη ζωή των Αποστόλων, των Προφητών και των Πατέρων ημών, τουτέστιν άμεσος ενέργεια του Θεού εν ημίν …
Η Αγία Τριάς είναι Θεός Αγάπης.
Η αγάπη, περί της οποίας γίνεται λόγος εν τω Ευαγγελίω, είναι άκτιστος ζώσα ενέργεια της ανάρχου Θεότητος. Ίδιον αυτής είναι να ενοί ημάς εν αυτώ τούτω τω είναι. ….. φυσική αύξησις εν τω Πνεύματι μέσω της διαμονής εν τω Θείω χώρω δια της τηρήσεως των εντολών του Χριστού.
Ο νους αίφνης αποκτά γνώσιν και εκφράζει αυτήν δι’ ανθρωπίνων όρων. Τούτο έρχεται ως λάμψις αστραπής, όταν η καρδία πυρούται δια της αγάπης. Τούτο είναι το “θαυμαστόν φως” της αιωνιότητος, εις το οποίον πάντες ημείς εκλήθημεν.
Η συσσώρευσις τοιούτων στιγμών ελλάμψεως της συνειδήσεως ημών εν τη πείρα της Εκκλησίας ωδήγησεν οργανικώς εις την σύνθεσιν αυτών εις έν όλον. Ούτως εμφανίζεται η πρώτη απόπειρα συστηματοποιήσεως της ζώσης θεολογίας, ήτις εγένετο υπό του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, ανδρός ωσαύτως πλουσίου και κατά την προσωπικήν αυτού πείραν.
Η ματαίωσις της θαυμαστής αυτής αναβάσεως προς τον Θεόν … προέκυψεν εις εποχάς παρακμής της ζώσης πείραςδια της τάσεως υποβολής των δεδομένων της Αποκαλύψεως εις την κριτικήν του λογικού ημών, δια της στροφής προς την “φιλοσοφίαν της θρησκείας”.
Έπακόλουθον τούτου είναι τα σχολαστικά συστήματα θεολογίας, εν τοις οποίοις επικρατεί η φιλοσοφία και ουχί το πνεύμα της ζωής.
Γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ
amnos- Αριθμός μηνυμάτων : 1146
Ημερομηνία εγγραφής : 08/03/2013
Απ: Αυθεντική Θεολογία και Πνευματική Αποστασία Πλάνης
vas019 έγραψε:Δημήτριος Τσελεγγίδης Καθηγητής Α.Π.Θ
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΗΜΕΡΑ[1]
Το θέμα που πραγματευόμαστε είναι πολύ ευρύ και εξαιρετικά λεπτό, επειδή πέρα από μια ακίνδυνη εξωτερική περιγραφή θα είμαστε υποχρεωμένοι να προβούμε σε κρίσεις και εκτιμήσεις μιας ζωντανής πραγματικότητας, η οποία αφορά όχι απλώς στο σήμερα αλλά σε κάποιο βαθμό προσωπικά σ’ όλους εμάς, που συνδεόμαστε άμεσα ή έμμεσα με κάποια Θεολογική Σχολή.
Στο άρθρο αυτό θα αναφερθούμε καταρχήν με κάθε δυνατή συντομία στην εκδοχή της Ορθόδοξης θεολογίας, νοούμενης ως χαρισματικής, αγιοπνευματικής εμπειρίας της Εκκλησίας, και στην Ορθόδοξη θεολογική μέθοδο. Στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε συνοπτικά τον χαρακτήρα της ακαδημαϊκής θεολογίας κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και τη σχέση της θεολογίας αυτής με την Δυτική θεολογική σκέψη. Τον πυρήνα της εισηγήσεως θα αποτελέσει η συνθετική παρουσίαση κρίσεων των μελών του Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (ΔΕΠ) του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης για το περιεχόμενο των σπουδών της ακαδημαϊκής θεολογίας στις μέρες μας. Θα παρουσιαστούν ορισμένες συνοπτικές αποτιμήσεις μας, και, τέλος, θα επιχειρηθούν κάποιες κριτικές τοποθετήσεις για θεολογικό προβληματισμό, που θα μπορούσαν να δώσουν ίσως και το στίγμα της σημερινής θεολογικής αυτοσυνειδησίας μας.
α) Η Ορθόδοξη θεολογία καθεαυτήν ως χαρισματική, αγιοπνευματική εμπειρία της Εκκλησίας
Όταν αναφερόμαστε στην Ορθόδοξη θεολογία, την εννοούμε πρωτίστως ως αγιοπνευματική εμπειρία της Εκκλησίας, όπως αυτή εκφράστηκε μέσα από την αποστολική και λόγια πατερική Παράδοση με την διττή εκδοχή της, ως αλήθεια και ζωή. Στην Ορθόδδοξη θεολογία η αλήθεια είναι πράγμα, η πρόσβαση σ’ αυτήν προσωπικό γεγονός και η γνώση της βιωματική, γιατί προκύπτει ως άμεση μετοχή του ανθρώπου σ’ αυτήν.
Είναι προφανές, ότι εδώ κάνουμε λόγο για την πηγαία, την πρωτογενή, την εμπειρική, την χαρισματική θεολογία, που είναι και η χαρακτηριστική της Ορθοδοξίας. Η χαρισματική θεολογία, ως κατεξοχήν αυθεντική θεολογία, αποτελεί έκφραση και ερμηνεία της θεοφάνειας από τους επόπτες της θείας δόξας. Αποτελεί έκφραση της προσωπικής, υπαρξιακής εμπειρίας του ακτίστου. Έτσι, η χαρισματική θεολογία προϋποθέτει την θεοπτία. Η χαρισματική αυτή θεολογία είναι διαχρονικώς παρούσα στην ιστορική φανέρωση της Εκκλησίας, εκφράζεται με το λόγο και τη ζωή των ζωντανών φορέων της και αποτυπώνεται στα μνημεία του πολιτισμού της Εκκλησίας και κατεξοχήν στον γραπτό λόγο και στην εικαστική τέχνη (την εικόνα). Η χαρισματική εμπειρία του Θεού δημιουργεί την πρωτογενή θεολογία της Εκκλησίας, ανεξάρτητα από την απλοϊκή ή έντεχνη και λόγια εκφορά της. Η θεολογία αυτή αποτελεί κτιστή έκφραση και ερμηνεία της ζωντανής και άκτιστης αποκαλύψεως του Θεού μέσα στην συγκεκριμένη ιστορική πραγματικότητα της ζωής των θεουμένων εκφραστών της. Τον εμπειρικό χαρακτήρα αυτής της θεολογίας αποτυπώνει εύγλωττα ο πρώτος θεολόγος της Εκκλησίας μας και ευαγγελιστής της αγάπης, άγιος Ιωάννης, ως εξής: «ο ακηκόαμεν, ο εωράκαμεν τοις οφθαλμοίς ημών, ο εθεασάμεθα και αι χείρες ημών εψηλάφησαν... μαρτυρούμεν και απαγγέλομεν υμίν»[2].
Και επειδή η εμπειρία του ακτίστου είναι δυνατή μόνον εν αγίω Πνεύματι, η έκφραση αυτής της εμπειρίας από την χαρισματική θεολογία δεν μπορεί να έχει το στοιχείο της πλάνης, είναι απλανής θεολογία, και έχει σαφώς αγιοπνευματικό χαρακτήρα. «Υπό πνεύματος αγίου φερόμενοι ελάλησαν από Θεού άνθρωποι»[3], μας διαβεβαιώνει ο κορυφαίος από τους επόπτες της θείας μεγαλειότητας.
Είναι προφανές, λοιπόν, από τα παραπάνω, ότι αυτή η θεολογία, όπως λέει ο δεύτερος κατά την τάξη θεολόγος της Εκκλησίας, άγιος Γρηγόριος, δεν είναι για τον καθένα και πολύ περισσότερο δεν είναι για όσους διακατέχονται από την ακαθαρσία των παθών. Είναι για μερικούς μόνο, για μερικές φορές, (όταν υπάρχουν οι πνευματικές προϋποθέσεις), και μέχρι ένα σημείο[4]. Ως αυθεντικός θεολόγος της Εκκλησίας ο άγιος Γρηγόριος μας διαβεβαιώνει ό,τι ο ίδιος γνώρισε εμπειρικώς από την θέα του Θεού. Η χαρισματική θεολογία μπορεί να παρέχεται αυθεντικά μόνον από όσους πέρασαν στη θεοπτία ή το λιγότερο από όσους ανήκουν στη βαθμίδα της καθάρσεως από τα πάθη[5]. Μόνον όταν ο νους του ανθρώπου ησυχάσει και καθαρθεί, μπορεί να γνωρίσει αληθινά, κατά μετοχήν, τον Θεό, και να ομιλεί με ασφάλεια για τον Θεό[6]. Η θεολογία αυτή, άλλωστε, πρέπει να διδάσκεται μόνο σε όσους παίρνουν αυτήν στα σοβαρά[7]. Τέλος, αντικείμενο της θεολογίας είναι μόνον τα προσβάσιμα από τον Θεό στην ανθρώπινη δυνατότητα και εμπειρία[8].
β) Η πατερική μέθοδος
Εμπειρική-βιωματική δεν είναι μόνον η πρωτογενής Ορθόδοξη θεολογία αλλά και η Ορθόδοξη θεολογική μέθοδος, ο τρόπος δηλαδή κτήσεως της θεολογίας αυτής. Ο ίδιος ο Χριστός έθεσε ως προϋπόθεση της θεοφάνειας και θεοπτίας, αλλά και της ενοίκησης του Τριαδικού Θεού στον άνθρωπο, την αγαπητική πράξη της τηρήσεως των εντολών του Θεού[9]. Και η πατερική θεολογία επιβεβαιώνει εμπειρικά την παραπάνω αλήθεια με την επιγραμματική διατύπωση του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: «πράξις επίβασις θεωρίας»[10]. Η πράξη, που συνδέεται άρρηκτα με την σωματική άσκηση και την κάθαρση των παθών, είναι το θεμέλιο της θεωρίας-θεοπτίας, και με τον τρόπο αυτό γίνεται ο θεοδίδακτος τρόπος του απλανώς θεολογείν. Και αυτό είναι εύλογο, γιατί η θεολογία αυτή κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά δεν είναι αποτέλεσμα «ανόδου της διανοίας» και ομιλίας για τον Θεό διανοητικώς, αλλά αποτέλεσμα της «προς Θεόν ομιλίας». Η μέθοδος μιας τέτοιας θεολογίας είναι σαφώς διαφοροποιημένη από την ευρύτερα γνωστή στον κόσμο θεολογία, αφού «περί Θεού τι λέγειν και Θεώ συντυγχάνειν, ουχί ταυτόν»[11].
Η θεολογική μέθοδος των Πατέρων της Εκκλησίας θεμελιώνεται πάνω στην προσωπική εμπειρία της θείας παρουσίας. Από αυτήν την χαρισματική εμπειρία αντλείται η αυθεντική θεογνωσία. Η πατερική θεογνωσία εμφανίζεται ως «υπέρ αίσθησιν και υπέρ νουν» γνώση, που προϋποθέτει την μεταμόρφωση του γνωστικού οργάνου (του νου) του ανθρώπου με τον εμπλουτισμό του από το άκτιστο φως της θείας δόξας. Αυτή η ζωντανή εμπειρία, που προκύπτει από την θέα της θείας παρουσίας, συνιστά και τον αποδεικτικό χαρακτήρα της πατερικής μεθόδου του θεολογείν, όταν πρόκειται για τα άκτιστα.
Άλλη είναι όμως η επιστημονική μέθοδος των Πατέρων, την οποία εφαρμόζουν, όταν αναφέρονται στα κτιστά. Αυτή η μέθοδος μπορεί να λαμβάνει υπόψη της τα επιστημονικά δεδομένα και όλων των άλλων επιστημών. Έτσι, ενώ η επιστημονική μέθοδος δεν υιοθετείται για την θεογνωσία, γίνεται αποδεκτή για την διατύπωση και αυτών των δογμάτων της πίστεως. Οι Πατέρες της Εκκλησίας, δηλαδή, έχουν διπλή θεολογική μέθοδο, σε αντίθεση προς τη μία και ενιαία θεολογική μέθοδο των Σχολαστικών, οι οποίοι εφαρμόζουν αυτήν αδιακρίτως σε κτιστά και άκτιστα.
γ) Δομή και λειτουργία της ακαδημαϊκής θεολογίας
Στα πλαίσια της ιστορίας της Εκκλησίας εμφανίστηκαν δύο είδη θεολογίας: Η χαρισματική, που προηγείται, και η επιστημονική-πανεπιστημιακή θεολογία, που ακολουθεί. Η επιστημονική θεολογία, ως γνωστόν, έχει ως επιστητό της το κτιστό και ειδικότερα τα μνημεία της εκκλησιαστικής ζωής, που δημιουργεί η χαρισματική θεολογία. Η επιστημονική θεολογία ερευνά, όχι μόνο τα παραπάνω ιστορικά μνημεία, αλλά και τη ζωή της ίδιας της Εκκλησίας, νοουμένης ως εμπειρικής πραγματικότητας. Συγκεκριμένα, μελετά και ερμηνεύει τον τρόπο της χαρισματικής ζωής του εκκλησιαστικού σώματος και παρουσιάζει τους φορείς της ζωντανής αλήθειας της Εκκλησίας[12]. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν συγχέεται ποτέ η επιστημονική θεολογία με την χαρισματική θεολογία.
Η σύγχρονη ακαδημαϊκή θεολογία, όπως αυτή προκύπτει από την δομή και λειτουργία των Θεολογικών Σχολών, έχει Δυτικές -και ακόμη ειδικότερα- ευρωπαϊκές εξαρτήσεις. Πιο συγκεκριμένα, οι Ορθόδοξες Θεολογικές Σχολές κατά την δομή και διάρθρωσή τους είχαν ως πρότυπό τους τις Προτεσταντικές Θεολογικές Σχολές της Γερμανίας.
δ) Η ακαδημαϊκή θεολογία κατά τον 20° αιώνα
Κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα η Ορθόδοξη ακαδημαϊκή θεολογία εμφανίζει μια στροφή προς τους Πατέρες, που συγκεκριμενοποιείται τόσο στη μελέτη της θεολογικής τους σκέψης όσο και στην κριτική έκδοση των έργων τους. Το ίδιο χρονικό διάστημα επιχειρείται η σύζευξη της ακαδημαϊκής θεολογίας με την χαρισματική εμπειρία της Εκκλησίας. Γίνεται αναφορά στο αυθεντικό αντίκρισμα της ακαδημαϊκής θεολογίας, την λόγια πατερική θεολογία. Σημειώνεται μια αξιόλογη, σταδιακή, απεξάρτηση της Ορθόδοξης θεολογίας από την Δυτική θεολογική σκέψη και ζωή. Στο σημείο αυτό σημαντικές είναι οι συμβολές μιας πλειάδας ακαδημαϊκών δασκάλων, το έργο των οποίων θα μπορούσε να κριθεί γενικότερα ως πολύ σημαντικό. Παρά την αναμφισβήτητα θετική συμβολή τους όμως σε καίριες πλευρές της θεολογίας δεν οδήγησαν στην πλήρη απεξάρτηση της ακαδημαϊκής θεολογίας από την Δυτική σκέψη, ούτε κατάφεραν να πετύχουν το ζητούμενο, γιατί οι ριζώσεις και οι αντιστάσεις του παλαιοτέρου θεολογικού λόγου ήταν και παραμένουν ισχυρές. Έτσι, ο λόγος τους δεν έφτασε να αναζωογονήσει την θεολογική επικράτεια, όσο θα έπρεπε. Γι’ αυτό και χρειάζεται όχι απλώς συνέχεια, ενδυνάμωση και προώθηση της προσπάθειάς τους, αλλά και κάποιες συμπληρωματικές ακόμη κινήσεις στην κατεύθυνση της σύζευξης επιστημονικής και χαρισματικής θεολογίας, ώστε να πάρει κατά το δυνατόν περισσότερο η ακαδημαϊκή θεολογία τον χαρακτήρα εμπειρικής επιστήμης.
Στο τέλος όμως του 20ου και αρχές του 21ου αιώνα έχουμε σαφή φαινόμενα εκτροπής. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε, ότι δυστυχώς στις μέρες μας, σε πολλές περιπτώσεις, έχουμε επιλεκτική επαναπρόσληψη της Δυτικής θεολογικής σκέψεως και ζωής από την Ορθόδοξη ακαδημαϊκή θεολογία και υιοθέτηση της επιστημονικής θεολογικής μεθόδου της Δύσεως, η οποία εξαντλείται στο επίπεδο της κτιστής εμπειρίας και αγνοεί, ή δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη της την χαρισματική εκκλησιαστική εμπειρία και την διπλή θεολογική μεθοδολογία. Υπάρχει έντονη δυναμική σ’ αυτήν την κατεύθυνση σήμερα. Πανεπιστημιακά συγγράμματα, άρθρα και διαλέξεις σε επιστημονικά συνέδρια πιστοποιούν κατά περίπτωση το γεγονός. Κριτήριο της σύγχρονης αυτής θεολογικής εκφράσεως εμφανίζεται να είναι ο ορθός λόγος και η γνώση του Δυτικώς θεολογείν, μερικές φορές μάλιστα σε τέτοιο σημείο, που ακαδημαϊκοί δάσκαλοι των Θεολογικών μας Σχολών να αγνοούν και αυτήν την πρωτογενώς εκφρασθείσα μετοχή του ακτίστου από τα θεωμένα μέλη του σώματος του Χριστού, ή να αδυνατούν να την κατανοήσουν ως αυθεντική έκφραση της Ορθόδοξης θεολογίας. Έτσι, δεν λείπουν θεολογικοί στοχασμοί και ερμηνευτικές ακροβασίες, που είναι τελείως ξένες προς την διαχρονικώς εκφρασθείσα εμπειρία του ακτίστου στο πλαίσιο της Εκκλησίας. Χαρακτηριστικό των εκφραστών αυτής της δυτικότροπης θεολογίας είναι η επιστημονική αλαζονεία και παράλληλα η υποτίμηση της χαρισματικής εμπειρίας. Αυτό μεταφράζεται στην πράξη ως διαχωρισμός της θεολογίας από την πνευματική ζωή, και συνιστά την αλλοτρίωση από την Ορθόδοξη Παράδοση. Έχουμε την γνώμη, ότι, παρά την αναγνώριση και προβολή της στοχαστικής αυτής θεολογίας από τον κόσμο της σύγχρονης διανόησης και κουλτούρας, σημειώσαμε σοβαρή οπισθοδρόμηση στην ορθή κατεύθυνση, που χάραξαν οι προκάτοχοί μας ακαδημαϊκοί δάσκαλοι των μέσων της δεύτερης πεντηκονταετίας του 20ου αιώνα.
Η κατάσταση όμως είναι αναστρέψιμη, γι’ αυτό και θέλουμε να αισιοδοξούμε, ότι θα μπορέσουμε να κερδίσουμε και να υπερκεράσουμε την απώλεια στο μέτρο, βέβαια, που θα συνειδητοποιήσουμε το διαμορφούμενο επιστημονικό κλίμα στο χώρο της Ορθόδοξης θεολογίας και τον βαθμό της εκκοσμικεύσεώς μας.
ε) Το περιεχόμενο σπουδών της ακαδημαϊκής θεολογίας. Ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα
Αξιοποιώντας κάποιο ανεπεξέργαστο ερευνητικό υλικό, που προέκυψε από μια εμπειρική έρευνα, την οποία διεξήγαγε ο Τομέας Δογματικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης[13], θα ήθελα να παρουσιάσω θέσεις πολλών συναδέλφων της Θεσσαλονίκης, γιατί νομίζω, ότι θα μπορούσαν να προκαλέσουν σοβαρό προβληματισμό για το μέλλον της Ορθόδοξης ακαδημαϊκής θεολογίας μας.
Από τις απαντήσεις στο ερώτημα, αν υπάρχει σήμερα κέντρο αναφοράς των θεολογικών σπουδών, προέκυψε, ότι δυστυχώς τέτοιο κέντρο δεν υπάρχει στις σπουδές. Οι σπουδές, υπογραμμίστηκε με έμφαση, ακολουθούν ξένα πρότυπα και έχουν Δυτικό, και ειδικότερα Προτεσταντικό, χαρακτήρα. Υπάρχουν απλώς διάφορα μαθήματα χωρίς κεντρικό σχεδιασμό, χωρίς οργανική ενότητα, με αποτέλεσμα να παρέχονται αποσπασματικές γνώσεις και οι φοιτητές να μην έχουν σωστή θεολογική κατάρτιση και παιδεία[14]. Μάλιστα οι γνώσεις, που δίνονται στις προπτυχιακές σπουδές, χαρακτηρίστηκαν ως εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα γνώσεις.
Ως προς το Πρόγραμμα Σπουδών, υποστηρίχτηκε ότι πρέπει να υπάρξει μια αρχή, που θα το καθιστά Πρόγραμμα Ορθόδοξης Θεολογικής Σχολής. Για τον σκοπό αυτό προτείνεται το Πρόγραμμα να συσταθεί με βάση την Ιστορία, την Θεολογία και την Πράξη. Οι άξονες εκκίνησης για την διαμόρφωση του Προγράμματος να είναι τρεις: Η Βιβλική, η Πατερική και η Δογματική Θεολογία. Παράλληλα, προβάλλεται η ανάγκη για ένα Πρόγραμμα, που να δίνει μεγαλύτερη ώθηση στην έρευνα των λειτουργικών κειμένων. Η ανώτατη θεολογική εκπαίδευση θα πρέπει να παρέχεται μέσα από λειτουργική προοπτική, και ειδικότερα μέσα από την λειτουργική εμπειρία της Εκκλησίας. Η ευχαριστιακή σύναξη και εμπειρία να γίνει κέντρο αναφοράς των θεολογικών σπουδών.
Έχει επισημανθεί από όλους τους συναδέλφους ο μεγάλος αριθμός των φοιτητών μας, που δυσχεραίνει την συνεργασία ανάμεσα στον καθηγητή και τον φοιτητή, με αποτέλεσμα οι σχέσεις καθηγητών-φοιτητών να γίνονται απρόσωπες και η άσκηση των φοιτητών να είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Ως λύση προτείνεται η σμίκρυνση των ακροατηρίων και η αύξηση του αριθμού των μελών ΔΕΠ. Παντός, η μείωση του αριθμού των εισακτέων φοιτητών ή τουλάχιστον η αύξηση των μελών ΔΕΠ και των κτιριακών εγκαταστάσεων θα μπορούσε να συμβάλει αποφασιστικά τόσο στην ανάπτυξη του κριτικού πνεύματος, όσο και στην καλλιέργεια του ερευνητικού ενδιαφέροντος. Παράλληλα, θα μπορούσε να δοθεί περισσότερη έμφαση στις επιστημονικές εργασίες των φοιτητών απ’ ό,τι στην αποστήθιση των εγχειριδίων.
Ο θεσμός των εγχειριδίων, όταν δεν απορρίπτεται απερίφραστα εκ μέρους των μελών ΔΕΠ, γίνεται ανεκτός υπό όρους. Η απάντηση συνήθως είναι όχι στα εγχειρίδια - ναι στη βιβλιογραφία ή ναι στα εγχειρίδια με τον όρο, ότι υπάρχει και η βιβλιογραφία. Τα εγχειρίδια πρέπει να θέτουν ερωτήματα και να μην είναι αντικείμενα απομνημόνευσης. Θα πρέπει να δείχνουν έναν τρόπο εργασίας. Να δίνουν μια μέθοδο και έκθεση όλων των απόψεων, με συζήτηση αυτών των απόψεων. Το εγχειρίδιο δεν πρέπει να συμπίπτει απαραιτήτως με αυτά, που διδάσκει ο καθηγητής.
Πάντως, ο ιδανικός τρόπος εργασίας θα ήταν η προσωπική επαφή με τα πράγματα, η πρόσβαση στις πηγές και η εργασία πάνω σ’ αυτές. Απαιτείται όμως προπαιδεία, που δεν υπάρχει. Άλλωστε, αναγκαία είναι η εργασία με βασικό εργαλείο την ελληνόγλωσση και ξενόγλωσση βιβλιογραφία. Για τον σκοπό αυτό χρειάζεται καλύτερη οργάνωση της βιβλιογραφίας. Σήμερα λίγοι φοιτητές είναι σε θέση ή έχουν διάθεση να εργαστούν κριτικά με την βιβλιογραφία. Το Πρόγραμμα Σπουδών αφορά άμεσα τους φοιτητές, οι οποίοι θα μπορούσαν να συμβάλουν στη διαμόρφωσή του με μη κομματικοποιημένες προτάσεις, που θα υποβάλλονταν από επιτροπή τους.
Όσα είπαμε έως εδώ αφορούν στα εσωτερικά θέματα, που απασχολούν την Σχολή. Τι γίνεται όμως με την εμφάνιση της Σχολής προς τα έξω; Υπάρχουν σήμερα ανοίγματα για διάλογο και επικοινωνία με άλλες ομόδοξες ή ετερόδοξες Σχολές;
Μπορούμε να πούμε, πως υπάρχουν λίγα ανοίγματα και φυσικά είναι σκόπιμη η επικοινωνία, τα ανοίγματα όμως αυτά μένουν πολλές φορές αναξιοποίητα. Ο διάλογος και σκόπιμος και αναγκαίος είναι, σε συλλογικό όμως επίπεδο. Κάτι γίνεται σε επίπεδο, κυρίως, επιμέρους προσώπων και σπάνια σε επίπεδο Σχολής. Συνήθως κυριαρχεί η έρευνα σε ατομικό επίπεδο. Γι’ αυτό είναι ανάγκη να παρουσιαστεί η Ορθόδοξη θεολογία επίσημα και με συνεργασία των ελλαδικών Σχολών προς το εξωτερικό. Αλλά, ενώ η επικοινωνία είναι απαραίτητη, χρειάζεται και η κατάλληλη προετοιμασία, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των καιρών. Σε επίπεδο Σχολής ο διάλογος μπορεί να γίνεται όχι μόνο με την οργάνωση επιστημονικών συμποσίων, αλλά και μέσω της ανταλλαγής μαθημάτων με επισκέπτες καθηγητές. Είναι, τέλος, σημαντικό το γεγονός, ότι προβάλλεται σήμερα η ανάγκη για επικοινωνία και συνεργασία όχι μόνο σε διατμηματικό και διασχολικό αλλά και σε διαπανεπιστημιακό επίπεδο, και ειδικότερα με προσωπικό μη θεολογικών Σχολών.
Οι θεολογικές σπουδές ελκύουν αναμφίβολα το ενδιαφέρον και του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου, όταν αυτές αναφέρονται και σε ζωτικά προβλήματα του παρόντος. Συνδέεται όμως το σημερινό περιεχόμενο του Προγράμματος Σπουδών με την σύγχρονη πραγματικότητα;
Η γενική απάντηση θα μπορούσε να συνοψισθεί στο πολύ λίγο ή καθόλου. Οι θεολογικές σπουδές δεν έχουν θετικό αντίκτυπο στον θρησκευόμενο λαό. Και τούτο, γιατί κάναμε τον επίκαιρο, αποκεκαλυμμένο, λόγο μουσειακό. Βέβαια, η Ορθόδοξη Θεολογία καθεαυτήν συνδέεται άρρηκτα με τη ζωή και την κοινωνική πραγματικότητα. Στην πράξη όμως της εκπαιδευτικής διαδικασίας αυτό είναι τόσο δεδομένο όσο και ζητούμενο. Ως ζητούμενο μάλιστα μπορεί να θεωρηθεί σήμερα και ως το αίτημα των καιρών. Να συνδεθεί η πίστη με τη ζωή, και οι θεολογικές σπουδές να απαντούν στις ανάγκες της κοινωνίας. Στην Παράδοσή μας υπάρχουν διαχρονικές αλήθειες, που μιλούν και στον σύγχρονο άνθρωπο. Αυτές θα πρέπει να τις φέρουμε στην επιφάνεια. Εμείς, καθηγητές και φοιτητές, είμαστε εκείνοι, που θα πρέπει να συνδέσουμε τις θεολογικές σπουδές με την κοινωνική πραγματικότητα. Σήμερα, όταν υπάρχει σύνδεση των σπουδών με την κοινωνία, τούτο αποτελεί μια έκφραση μεμονωμένων προσώπων και στηρίζεται σε μια προσωπική πρωτοβουλία. Εκείνο που λείπει είναι το σοβαρά προγραμματισμένο. Η θεολογική επιστήμη, ως περιεχόμενο σπουδών, για ν’ ανταποκριθεί στις ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου χρειάζεται να έχει προγραμματισμό. Γι’ αυτό χρειάζεται να γίνει αναδιάρθρωση των σπουδών. Σήμερα ο φοιτητής δεν εξοπλίζεται κατάλληλα για να λειτουργήσει σωστά και να δώσει την μαρτυρία της θεολογίας στα διάφορα κοινωνικά προβλήματα.
Εκφράστηκε η γνώμη, ότι, αφού η θεολογία κατά την Ορθόδοξη αντίληψη αποτελεί έκφραση και διατύπωση της πνευματικής εμπειρίας της Εκκλησίας, και αφού η γνώση αποτελεί μετοχή σ’ αυτήν την εμπειρία, η Σχολή μας συνδέεται με την πραγματικότητα στο μέτρο, που επαληθεύει την παραπάνω αλήθεια, διαμορφώνοντας μια στάση ζωής σ’ όσους σχετίζονται μ’ αυτήν και δέχονται τα μηνύματα και τη μαρτυρία της.
στ) Συνοπτικές αποτιμήσεις
Έχουμε την γνώμη ότι είναι σημαντική η συμβολή της Σχολής μας στην αλλαγή του πρώτου κλίματός της, που χαρακτηριζόταν από τον ξενόφερτο λογοκρατικό επιστημονισμό της θεολογίας της. Σήμερα η Σχολή μας κάνει μια σοβαρή και αθόρυβη προσπάθεια για ανανέωση της ελληνικής θεολογίας και εκπροσωπεί μια Ορθόδοξη στάση στο μέτρο, που πραγματώνει μια στροφή προς την Θεολογία των Πατέρων. Ακόμη στο μέτρο, που αφομοιώνει κριτήρια, με βάση τα οποία διαφοροποιείται από την Δυτική Θεολογία και ζωή, στο μέτρο, που διασώζει τον αποφατικό χαρακτήρα της θεολογικής έκφρασης, και στο μέτρο, που προβάλλει την προτεραιότητα της ευχαριστιακής δομής της Εκκλησίας έναντι της καθιδρυματικής.
Άλλωστε, τόσο η καλλιέργεια των πατερικών σπουδών την τελευταία τεσσαρακονταετία όσο και οι έρευνες των βιβλικών θεολόγων βοήθησαν στην ανάπτυξη των βιβλικών σπουδών σε τέτοιο βαθμό, ώστε να συνειδητοποιηθεί το επιστημολογικό κενό, που δημιούργησε επί σειρά ετών η έλλειψη της πατερικής ερμηνευτικής στον τόπο μας. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να ξεκινήσει μια αξιόλογη και επαινετή προσπάθεια αξιοποίησης της πατερικής ερμηνευτικής.
Ακόμη, οι σπουδές στον ιστορικό χώρο της θεολογίας αναβαθμίστηκαν με την καλλιέργεια των πατερικών σπουδών, επειδή κρίθηκαν απαραίτητες για την κατανόηση της πατερικής θεολογίας.
Επίσης, με την καλλιέργεια των ιστορικών και πατερικών σπουδών η Δογματική στη Σχολή μας απέβαλε τον ακραιφνή συστηματικό και σχολαστικό χαρακτήρα της και απέκτησε ιστορικοδογματικό και πατερικό χαρακτήρα. Και παρά την μεθοδολογική διάκρισή της από την Ηθική παραμένει σε άρρηκτη ενότητα με αυτήν ως η άλλη όψη του ίδιου πράγματος. Έτσι, στον χώρο πλέον της Ηθικής υπάρχει ένας ορθόδοξος, πατερικός αλλά και σύγχρονος, τρόπος σκέψεως και προβληματισμού, που ενισχύεται από την αξιόλογη ανάπτυξη του γνωστικού αντικειμένου της Κοινωνιολογίας.
Αλλά και στον Πρακτικό Κλάδο της θεολογίας οι νεότεροι θεολόγοι δεν διστάζουν να αφομοιώνουν θύραθεν επιστημονικές περιοχές και να τις μεταβάλλουν σε υπηρέτες και όργανα του θείου λόγου. Θύραθεν και θεολογικά μαθήματα εμφανίζουν τελευταίως σημαντική στροφή προς την Ορθόδοξη Παράδοση και ζωή.
ζ) Κριτικές τοποθετήσεις για θεολογικό προβληματισμό
Πέρα από όσα θετικά σημειώσαμε παραπάνω, έχουμε να παρατηρήσουμε επιπροσθέτως τα εξής: Προσεγγίζοντας κριτικά και συνοπτικά την ακαδημαϊκή Θεολογία των ημερών μας, διαπιστώνουμε ένα σημαντικό «έλλειμμά» της. Η θεολογία αυτή δεν είναι εξολοκλήρου Ορθόδοξη. Αναφέρεται «εξειδικευμένα» και αποσπασματικά στο επιστητό της Θεολογίας, όπως κάνει και η σύγχρονη Δυτική θεολογία. Λείπει η επιστημονική εκείνη θεολογία, που εκφράζει το φρόνημα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που θεμελιώνεται βιβλικώς και πατερικώς, που προϋποθέτει και εκφράζει στην πράξη την θεία λατρεία, που επηρεάζει δραστικά και τροφοδοτεί την σύγχρονη κοινωνική ζωή, τουλάχιστον στο πλαίσιο της Εκκλησίας. Λείπει, τέλος, η βιωματική εκείνη θεολογία, που φανερώνει τον ενεργό χαρακτήρα των μυστηρίων της Εκκλησίας στους φορείς της ακαδημαϊκής θεολογίας. Γιατί, πώς αλλιώς να εξηγήσουμε το γεγονός, ότι δεν έχουμε ούτε ένα δείγμα αναγνωρισμένης (εκκλησιαστικώς) αγιότητας διδασκάλου της ακαδημαϊκής θεολογίας; Μήπως τελικά οι διδάσκαλοι της ακαδημαϊκής θεολογίας δεν είμαστε ολοκληρωμένοι εκκλησιαστικώς πιστοί, όπως ήταν στο παρελθόν οι φυσικοί φορείς της Θεολογίας της Εκκλησίας; Μήπως δηλαδή ως ακαδημαϊκοί θεολόγοι ενεργούμε πλέον μεταπρατικώς, αναπαράγοντας δευτερογενώς την θεολογική κληρονομιά του παρελθόντος, αδυνατώντας ουσιαστικά να προσφέρουμε πρωτογενή, ζωντανή εκκλησιαστική θεολογία και μαρτυρία; Μήπως ως κληρονόμοι της θεολογίας των θεοφόρων Πατέρων της Ορθόδοξης Ανατολής οδηγηθήκαμε στην έπαρση, εξαιτίας του μεγάλου πλούτου της πνευματικής κληρονομιάς, με συνέπεια να σκοτιστεί ο νους μας;
Πάντως είναι ενθαρρυντικό το γεγονός, ότι με γνήσια αυτοκριτική διάθεση μέσα από την ίδια την ακαδημαϊκή κοινότητα -μετά από σοβαρή επιστημονική εργασία- έχει επισημανθεί πολύ εύστοχα ο ανθρωποκεντρισμός και η γενικότερη παθολογία της σύγχρονης θεολογικής επιστήμης, όλως ιδιαιτέρως δε η αυτονόμησή της από την πνευματική ζωή της Εκκλησίας[15]. Παράλληλα, έχουν προταθεί και γενικού χαρακτήρα λύσεις στην κατεύθυνση οργανώσεως των θεολογικών σπουδών βασισμένες στην «διττή παράδοση των θεολόγων»[16], όπως αυτή διατυπώνεται στα αρεοπαγειτικά συγγράμματα και όπως η παράδοση αυτή εκφράζεται στη θεωρία και την πράξη από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά. Έτσι, παρέχονται προοπτικές για μια εκκλησιαστική εκδοχή της ακαδημαϊκής θεολογίας, η οποία θα εχεί ως κέντρο την λατρευτική πράξη της Εκκλησίας και δεν θα φοβάται τις σύγχρονες διεπιστημονικές προσεγγίσεις ούτε τις αναμετρήσεις με όσα αλλότρια και αλλοτριωτικά (Δυτικά ή εγχώρια) της έχουν επιβληθεί[17].
Όταν κάνουμε λόγο για εκκλησιαστική εκδοχή της ακαδημαϊκής θεολογίας, εννοούμε, ότι η θεολογία αυτή δεν μπορεί να είναι μια προσωποπαγής ατομική θεολογία κάποιου θεολόγου, μια προσωπική διανοητική σύλληψη και διδασκαλία, γέννημα ενός προσωπικού στοχασμού, όπως συμβαίνει θεσμικά στη Δύση, όπου εύλογα η θεολογία εμφανίζεται «πολυφωνική». Μια τέτοια θεολογία είναι, σύμφωνα με τα κριτήρια της Εκκλησίας μας, απόδειξη επηρμένης διανοίας. Γι’ αυτό και είναι αδύνατη η εκκλησιαστική νομιμοποίηση της. Η εκκλησιαστική θεολογία είναι ταπεινή, είναι πάντοτε «επομένη τοις αγίοις πατράσι»[18]. Αυτό δεν σημαίνει, πως η εκκλησιαστική θεολογία, εξαιτίας του ταπεινού χαρακτήρα της, στερείται πρωτοτυπίας, δυναμισμού, ανανεωτικού πνεύματος και επικαιρότητας. Απεναντίας, έχει όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά, γιατί αποτελεί έκφραση της ζώσας παρουσίας του αγίου Πνεύματος σ’ αυτόν, που θεολογεί μ’ αυτόν τον τρόπο. Άλλωστε, και ο Μονογενής Θεολόγος, ο Θεός Λόγος, ως ενανθρωπήσας Θεός, δεν μας είπε τίποτε δικό του παρά μόνον όσα του είπε ο Θεός Πατέρας[19].
Αλλά και οι Απόστολοι είπαν όσα δυναμικώς υπέμνησε σ’ αυτούς το Πνεύμα, που έλαβαν κατά την Πεντηκοστή. Και στη συνέχεια οι Πατέρες της Εκκλησίας εξέφρασαν όσα βίωσαν από την ενεργοποίηση της προσωπικής τους Πεντηκοστής, πρακτικώς, «επόμενοι» και εν συμφωνία πάντοτε με τους προγενέστερους θεοφόρους Πατέρες.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας πιστοποιούν την Παράδοση της Πεντηκοστής με την Θεολογία τους, που αποτελεί γόνιμη συνάντηση με την έξωθεν σοφία και την φιλοσοφία τόσο στο θεωρητικό όσο και στο πρακτικό πεδίο των κοινωνικών εφαρμογών τους. Το ζητούμενο από την ακαδημαϊκή θεολογία μας είναι η συνέχεια της Παραδόσεώς μας, που στην πράξη σημαίνει την συνάντηση και γόνιμη κριτική πρόσληψη της θύραθεν σοφίας και του σύγχρονου πολιτισμού. Η ακαδημαϊκή θεολογία, ερμηνεύοντας τον ζωντανό και δυναμικό χαρακτήρα της εκκλησιαστικής Παραδόσεως, οφείλει να είναι ανοιχτή στην κριτική πρόσληψη στοιχείων, όχι μόνο από το Δυτικό αλλά και από το ευρύτερο κοσμικό πολιτιστικό περιβάλλον, εντάσσοντας δημιουργικά τα στοιχεία αυτά στην διακονία της Εκκλησίας. Ενεργώντας με τον τρόπο αυτό η ακαδημαϊκή θεολογία λειτουργεί σύστοιχα προς τον οικουμενικό χαρακτήρα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, γιατί λαμβάνει θετικά υπόψη τον κάθε επιμέρους γεωγραφικό πολιτισμό. Πιο συγκεκριμένα, δεν εισηγείται ούτε στηρίζει τον προτεινόμενο από τους κοσμικούς φορείς «πολιτισμό των πολιτισμών», με την σύντηξη των επιμέρους σύγχρονων πολιτισμών. Και τούτο, γιατί δεν υπηρετεί μια ισοπεδωτική παγκοσμιοποίηση, που αγνοεί την ιδιαιτερότητα του ανθρώπινου προσώπου και την ιδιοπροσωπία του κάθε λαού. Αντίθετα, αναδεικνύει και προάγει τον κάθε επιμέρους πολιτισμό με κριτήριο πάντοτε την εκκλησιαστική αλήθεια.
Η θετική αυτή στάση της ακαδημαϊκής θεολογίας έναντι του πολιτισμού των διαφόρων λαών δεν αποκλείει τον διαπολιτισμικό διάλογο στα πλαίσια της πολυπολιτισμικής πλέον κοινωνίας, στην οποία ζούμε, όπου τα όρια των πολιτισμών καταλύθηκαν και εξαιτίας της συμβίωσης των πολιτισμών νέα προβλήματα εμφανίστηκαν στις σχέσεις των ανθρώπων. Στα νέα πολιτισμικά δεδομένα η ακαδημαϊκή θεολογία καλείται να είναι έλλογα ανεκτική, χωρίς όμως να αποκλείεται σ’ αυτήν και κάποια ενδεχόμενη κριτική εναντίον του συγχρόνου πολιτισμού για την συμβολή του στην αλλοτρίωση του σύγχρονου ανθρώπου. Με την στάση της αυτή από τη μια συμβάλλει στην απελευθέρωση του πολιτισμού από εξαρτήσεις της θεσμικής αμαρτίας και από την άλλη στην μεταμόρφωσή του νοηματοδοτώντας τον εκ νέου με βάση τους λόγους των όντων, οι όποιοι αποκαλύπτουν τον σκοπό - τέλος της δημιουργίας.
Η Ορθόδοξη ακαδημαϊκή θεολογία, πάντως, δεν καλείται να υποκαταστήσει την χαρισματική θεολογία, ούτε όμως δικαιούται να παρουσιάζει άλλην, εκτός από την αυθεντική Θεολογία της Εκκλησίας. Έργο της είναι να προσεγγίζει, να διερευνά και να παρουσιάζει επιστημονικά το περιεχόμενο της πρωτογενούς Θεολογίας της Εκκλησίας, να διακρίνει και να γνωστοποιεί τα κριτήρια της αληθινής θεολογίας.
Με τον τρόπο αυτό θα πετυχαίνεται και θα ισχυροποιείται όλο και περισσότερο η σύζευξη της χαρισματικής με την ακαδημαϊκή θεολογία. Και όλα αυτά θα προωθούνται, μόνον όταν ως εκφραστές της ακαδημαϊκής θεολογίας δεν θα είμαστε ανυποψίαστοι και ως προς τα βιωματικά δεδομένα.
Η ακαδημαϊκή θεολογία, όταν δεν έχει τις παραπάνω προδιαγραφές, όταν στερείται, την βιωματικώς εκκλησιαστική εκφορά της, είναι στοχαστική θεολογία και πτωχή πνευματικώς. Προσεγγίζει με κτιστό τρόπο την πραγματικότητα και εκφράζει, στην καλύτερη περίπτωση, ελλειπώς τα πράγματα και σε ορισμένες περιπτώσεις, δυστυχώς, και εσφαλμένα.
[1]Αποτελεί Εισήγηση στο Διεθνές Θεολογικό Συνέδριο, που έγινε στο Βουκουρέστι (8-14/11/2003), προς τιμήν του Δογματολόγου π. Δημητρίου Στανιλοάε. Δημοσιεύτηκε στον Τιμητικό Τόμο για τον καθηγητή Γεώργιο Μαντζαρίδη, με τον τίτλο: Θεολογία και κόσμος σε διάλογο, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 521-534.
[2] Α Ιω. 1,1-2.
[3] Β Πέτρ. 1,21.
[4] Βλ. Λόγος 23, 3, PG 36, 13CD: «ου παντός, ω ούτοι, το περί Θεού φιλοσοφείν, ου παντός· ουχ ούτω το πράγμα εύωνον, και των χαμαί ερχομένων. Προσθήσω δε, ουδέ πάντοτε, ουδέ πάσιν, ουδέ πάντα, αλλ’ έστιν ότε, και οις και εφ όσον».
[5] Βλ ο.π. 13D: «Ου πάντων μεν, ότι των εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία, και προ τούτων, και ψυχήν και σώμα κεκαρθαμένων, ή καθαιρομένων, το μετριώατον».
[6] Βλ. ο.π. 16Α: «Ότε δε; Ηνίκα αν σχολήν άγωμεν από της έξωθεν ιλύος και ταραχής, και μη το ηγεμονικόν ημών συγχέηται τοις μοχθηροίς τύποις πλανωμένοις, οίον γράμμασι πονηροίς αναμιγνύντων κάλλη γραμμάτων, ή βορβόρω μύρων ευωδίαν. Δει γαρ τω όντι σχολάσαι, και γνώναι Θεόν· και όταν λάβωμεν καιρόν, κρίνειν θεολογίας ευθύτητα».
[7] Βλ. ο.π. 16Α: «Τίσι δε; Οις το πράγμα διά σπουδής, και ουχ εν τι των άλλων».
[8] Βλ ο.π. 16 ΑΒ: «Τίνα δε φιλοσοφητέον, και επί πόσον; Όσα ημίν εφικτά, και εφ όσον η του ακούοντος έξις εφικνείται και δύναμις».
[9]Βλ. Ιω. 14, 21-23: «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνος εστίν ο αγαπών με· ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του Πατρός μου, καγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν· ...εάν τις αγαπά με, τον λόγον μου τηρήσει, και ο Πατήρ μου αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν ελευσόμεθα και μονήν παρ αυτώ ποιησόμεθα».
[10] PG 35, 1080Β
[11] Βλ. Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Λόγος Α’ 3, 42, Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τόμ. Α’, Θεσσαλονίκη 1962, σ. 453.
[12] Βλ. σχετικά Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Α’ , Εισαγωγή στη θεολογική γνωσιολογία, Θεσσαλονίκη 1985, σ. 21.
[13] Την έρευνα αυτή πραγματοποίησε το 1992 ο Τομέας Δογματικής Θεολογίας του ΑΠΘ με την επιστημονική ευθύνη του συναδέλφου κ. Λ. Σιάσου.
[14] Η αποσπασματική γνώση όμως οδηγεί συνήθως στην έπαρση
και δεν βοηθά καθόλου στην επιτυχία του σκοπού της σπουδής. Έτσι, ο
σημερινός φοιτητής δεν οδηγείται στην ορθή στοιχείωση του ορθοδόξου
θεολόγου, που είναι η συγκροτημένη επιστημονική θεολογική γνώση
σε συνδυασμό με τον εκκλησιαστικό, εμπειρικό και βιωματικό τρόπο
πρόσκτησης αυτής της γνώσης.
[15] Βλ. σχετικά, Μ. Μπέγζου, Το μέλλον του παρελθόντος, Κριτική εισαγωγή στη θεολογία της Ορθοδοξίας, Αθήνα 1993, σ. 56-60. Πρβλ. Γ. Γαλίτη, «Θεολογία και εμπειρία. Το μήνυμα του αγίου Γρηγορίου Παλαμά στην εποχή μας», στο Πρακτικά Διεθνών Επιστημονικών Συνεδρίων Αθηνών και Λεμεσού, Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς στην Ιστορία και το παρόν, Άγιον Όρος 2000, σ. 487-488.
[16] Βλ σχετικώς: Διονυσίου Αρεοπαγείτου. Επιστολή Θ’ , PG 3, 1105 D: «Άλλως τε και τούτο εννοήσαι χρη, το διττήν είναι την των θεολόγων παράδοσιν, την μεν απόρρητον και μυστικήν, την δε εμφανή και γνωριμωτέραν· και την μεν συμβολικήν και τελεστικήν, την δε φιλόσοφον και αποδεικτικήν, και συμπέπλεκται τω ρητώ το άρρητον. Καί το μεν πείθει και καταδείται των λεγομένων την αλήθειαν, το δε δρα και ενιδρύει τω Θεώ ταις αδιδάκτοις μυσταγωγίαις».
[17] Βλ σχετικά Λ. Σιάσου, Αίμα σταφυλής, Αθήνα 1998, 149-155.
[18] Βλ. σχετικά, Συμεών του Νέου Θεολόγου, Θεολογικός πρώτος 14 και 16, στο Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών 19Β, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 48-49 και 54.
[19] Βλ. Ιω. 8,26. «καγώ α ήκουσα παρ’ αυτού, ταύτα λαλώ εις τον κόσμον» και 8,28 «καθώς εδίδαξέ με ο Πατήρ, ταύτα λαλώ». Πρβλ. Ιω. 12,49: «εγώ εξ εμαυτού ουκ ελάλησα, αλλ’ ο πέμψας με Πατήρ αυτός μοι εντολήν δέδωκεν τι είπω και τι λαλήσω». Το ίδιο ισχύει και για το Άγιο Πνεύμα. Βλ. Ιω. 16,13: «ου γαρ λαλήσει αφ’ εαυτού, αλλ’ όσα ακούσει λαλήσει».
Δημητρίου Ι. Τσελεγγίδη
ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΖΩΗ
Μελέτες Συμβατικής Θεολογίας
Εκδόσεις Πουρναρά
Θεσσαλονίκης
http://www.impantokratoros.gr/tselegidis-orthodoxh-theologia-ekpaideysh.el.aspx
amnos- Αριθμός μηνυμάτων : 1146
Ημερομηνία εγγραφής : 08/03/2013
Απ: Αυθεντική Θεολογία και Πνευματική Αποστασία Πλάνης
vas019 έγραψε:Η ορθόδοξη χριστιανική θεολογία διακρίνει πάντοτε δύο είδη γνώσεως: την κοσμική και την θεία. Η κοσμική γνώση κινείται στο επίπεδο του κτιστού και αδυνατεί να προσεγγίσει το άκτιστο, το θείο. Η θεία γνώση αναφέρεται στο επίπεδο του ακτίστου, δηλαδή του θείου, και αποκαλύπτει στον κόσμο τον κατά Θεόν σκοπό του.
Η κοσμική επιστήμη έχει εμπειρικό χαρακτήρα. Αντικειμενοποιεί τον κόσμο και
επιδιώκει παντού και πάντοτε την αντικειμενικότητα. Μολονότι στηρίζεται στο υποκείμενο και πραγματοποιεί τα άλματά της με προσωπικές εμπνεύσεις, αποφεύγει την υποκειμενικότητα. Ως γνώση τρεπτών και σχετικών πραγμάτων η επιστημονική γνώση είναι τρεπτή και σχετική. Αλλά και ως προσπάθεια κατανοήσεως του πεπερασμένου κόσμου με την απειρία των διαστάσεων και των φαινομένων του, παραμένει πάντοτε πεπερασμένη και ατέρμονη.
Η θεία γνώση έχει προσωπικό χαρακτήρα. Δεν κινείται στο επίπεδο των αντικειμενοποιήσεων ούτε γίνεται αντικειμενική. Οδηγεί βέβαια και σε αντικειμενοποιήσεις, αλλά αυτές δεν συνιστούν την ουσία της. Η θεία γνώση είναι καρπός υπαρξιακής κοινωνίας, κοινωνίας αγάπης. Και αυτή έχει εμπειρικό χαρακτήρα. Η εμπειρία της όμως δεν κινείται στο επίπεδο των σωματικών αισθήσεων αλλά των πνευματικών αισθήσεων και της πνευματικής κοινωνίας. Ως κοινωνία και εμπειρία του άπειρου και υπερβατικού Θεού η γνώση αυτή είναι άπειρη και υπερβατική. Και έχει τα γνωρίσματα αυτά όχι εξαιτίας αβεβαιότητας η σχετικότητας, αλλά εξαιτίας μεγέθους και απειρότητας.
Συχνά τονίζεται ο αποφατικός χαρακτήρας της ορθόδοξης θεολογίας. Και ο τονισμός αυτός είναι χρήσιμος, ιδιαίτερα μάλιστα στην ακαδημαϊκή θεολογία. Αυτό όμως δεν πρέπει να επισκιάζει τον καταφατικό χαρακτήρα της, που είναι συμφυής με την εμπειρική φύση της. Ο ζων Θεός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο άμεσα και προσωπικά. Βέβαια η αποκάλυψη αυτή δεν είναι φανέρωση της ουσίας αλλά της ενέργειάς του. Αλλά και η ενέργεια η η χάρη του Θεού δεν παύει να είναι ο ίδιος ο Θεός. Όπως επιγραμματικά σημειώνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μολονότι η ενέργεια η η χάρη του Θεού διαφέρει από την φύση του, δεν διασπάται από αυτήν, «επισπάται δε μάλλον τους ηξιωμένους προς την συνάφειαν του θείου Πνεύματος1».
Η επιστημονική γνώση επαληθεύεται με το πείραμα. Αλλά και η θεία γνώση προσφέρεται ως εμπειρία. Προκειμένου όμως για την θεία γνώση δεν υπάρχει η δυνατότητα πειραματικού εξαναγκασμού, γιατί αυτή αποκτάται ελεύθερα στο επίπεδο της προσωπικής κοινωνίας. Η κοινωνία στο επίπεδο αυτό δεν εξαναγκάζει τον Θεό η τον άνθρωπο, αλλά είναι χαρισματικό γεγονός, που παρέχεται από τον Θεό στον ελεύθερα προσφερόμενο άνθρωπο. Και η αυτοπροσφορά του ανθρώπου προς τον Θεό πραγματοποιείται με την τήρηση των εντολών. Αυτές συνάπτουν την θελητική ενέργεια του ανθρώπου με την θεία ενέργεια και καθιστούν δυνατή την θεογνωσία.
Η θεία γνώση λοιπόν επαληθεύεται από τον άνθρωπο σε προσωπικό επίπεδο, όταν αυτός συντονίζεται με το θείο θέλημα, δηλαδή με την θεία ενέργεια. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος μπορεί να πειραματισθεί με το θέλημα του Θεού, τηρώντας την εντολή του, οπότε βλέπει και την επαλήθευση του πειράματός του. Άλλωστε στο πείραμα αυτό καλείται ο καθένας από τον ίδιο τον Χριστό: «Εάν τις θέλη το θέλημα αυτού ποιείν, γνώσεται περί της διδαχής, πότερον εκ του Θεού εστιν η εγώ απ’ εμαυτού λαλώ2». Χαρακτηριστικές είναι και οι σχετικές προτροπές της Αγίας Γραφής: «Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος3», η «άρατε τον ζυγόν μου εφ’ υμάς… και ευρήσετε ανάπαυσιν ταις ψυχαίς υμών4».
Μεταξύ κοσμικής η επιστημονικής γνώσεως και θείας γνώσεως δεν μπορεί καταρχήν να υπάρχει σύγκρουση, γιατί η καθεμία από αυτές κινείται στο δικό της επίπεδο και έχει τον δικό της χαρακτήρα. Τα δύο αυτά είδη της γνώσεως είναι καλά και ωφέλιμα για τον άνθρωπο. Παραταύτα όμως δεν είναι ισάξια ούτε εξίσου απαραίτητα. Όσοι περιορίζουν το ενδιαφέρον τους στο επίπεδο της εγκοσμιότητας, προτάσσουν η και απολυτοποιούν την επιστημονική γνώση, στερώντας από τον εαυτό τους την γνώση που οδηγεί στην ελευθερία του Πνεύματος5. Όσοι πάλι περιορίζουν το ενδιαφέρον τους στο υπερβατικό επίπεδο, παραθεωρούν και την σχετική αξία της εγκόσμιας γνώσης, που διευκολύνει την εξυπηρέτηση των βιοτικών αναγκών.
Η επιστημονική γνώση εξυπηρετεί την καθημερινότητα του ανθρώπου, διευκολύνει την οριζόντια κοινωνικότητά του και υπηρετεί την ανάπτυξη του πολιτισμού του. Η θεία γνώση ανοίγει στον άνθρωπο τον υπερβατικό ορίζοντα, αναπτύσσει την κατακόρυφη κοινωνικότητά του, πρσφέρει νόημα ζωής και εμπνέει τα έργα και τον πολιτισμό του. Ολόκληρος ο βυζαντινός η ο μεσαιωνικός, αλλά και ο νεώτερος ακόμα ευρωπαϊκός πολιτισμός, δεν είναι δυνατό να νοηθούν ανεξάρτητα από την παρουσία του Χριστιανισμού. Αλλά και η σύγχρονη επιστημονική έρευνα έχει τις απαρχές της στα μοναστήρια της Δύσεως, όπου μοναχοί, συνδέοντας την θεία με την ανθρώπινη γνώση, ερευνούσαν με θρησκευτικό ενδιαφέρον τα μυστικά και τους νόμους της φύσεως.
Η συνένωση, και πολύ περισσότερο η ταύτιση των δύο επιπέδων της γνώσεως, που προωθήθηκε κατά τον μεσαίωνα με την καλλιέργεια της επιστημονικής έρευνας μέσα στους κόλπους του δυτικού μοναχισμού, ήταν αθεολόγητη και συχνά βλαπτική. Αυτή οδήγησε αργότερα, με την παρέμβαση και της εκκλησιαστικής εξουσίας, στην σύγκρουση θεολογίας και επιστήμης, που είχε με την σειρά της τις γνωστές τραγικές συνέπειες. Αλλά η σύγκρουση αυτή, που ήταν σχεδόν άγνωστη στην Ανατολή, αμβλύνθηκε στην εποχή μας.
Πέρα όμως από την θετική στάση της για την κοσμική γνώση και επιστήμη, η θεολογία δεν παύει να επισημαίνει την σχετικότητα και την προσκαιρότητα που τις διακρίνει. Η κοσμική γνώση είναι χρήσιμη, όχι όμως και πάντοτε απαραίτητη για την καταξίωση και την εκπλήρωση του σκοπού του ανθρώπου6. Πάνω και πέρα από αυτήν βρίσκεται η αλήθεια που οδηγεί στην θεογνωσία και την σωτηρία. Και η αλήθεια αυτή δεν πηγάζει από τα αντικείμενα ούτε είναι αντικειμενική. Είναι αλήθεια ζωής και κοινωνίας, αγάπης και ειρήνης, κάλλους και ελευθερίας · είναι αλήθεια που προσιδιάζει στα πρόσωπα· αλήθεια προσωπική. Αυτή είναι η αλήθεια του Χριστού, η ακριβέστερα, αυτή η αλήθεια είναι ο ίδιος ο Χριστός: «Ο ων και ο ην και ο ερχόμενος7».
Ο προσωπικός αυτός χαρακτήρας της αλήθειας έχει κεφαλαιώδη σπουδαιότητα για τον άνθρωπο. Η ζωντανή αλήθεια δεν μπορεί να αντικειμενοποιηθεί, γιατί η αντικειμενοποίησή της ισοδυναμεί με αποστέωση και απονέκρωσή της. Η γνώση της αλήθειας αυτής είναι εμπειρία ζωής. «Είναι καρπός ενώσεως στο ίδιο Είναι δύο υποκειμένων: του Θεού και του ανθρώπου. Κανένας από αυτούς δεν γίνεται “αντικείμενο”·και οι δύο, και ο Θεός και ο άνθρωπος ζουν το γεγονός αυτό ως ενιαία ζωή8». Η επίγνωση αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική για την σωστή προσέγγιση και αξιολόγηση κάθε επιμέρους αλήθειας που αναζητεί ο άνθρωπος στην ζωή του.
Η επιστημονική έρευνα, ως μέσο προσεγγίσεως της κοσμικής αλήθειας, έχει καταρχήν θετική αξία. Το ίδιο ισχύει και για τις κατακτήσεις η τις εφαρμογές της επιστημονικής έρευνας. Όλα αυτά δεν είναι έργα του διαβόλου, αλλά του ανθρώπου που δημιουργήθηκε «κατ’ εικόνα Θεού». Βέβαια ως δημιούργημα «κατ’ εικόνα Θεού» ο άνθρωπος οφείλει να διατηρεί ζωντανή την κατακόρυφη σχέση με τον Δημιουργό του. Πρέπει και ο νους του, που αποτελεί το υψηλότερο στοιχείο της υπάρξεώς του, να φωτίζεται από τον Θεό. Άλλωστε μόνο με την προϋπόθεση αυτή μπορεί ο ανθρώπινος νους να λειτουργεί κατά φύση. Και όταν γίνεται αυτό, το έργο που παράγεται και σε οριζόντιο επίπεδο είναι θετικό.
amnos- Αριθμός μηνυμάτων : 1146
Ημερομηνία εγγραφής : 08/03/2013
Απ: Αυθεντική Θεολογία και Πνευματική Αποστασία Πλάνης
vas019 έγραψε:Η κοσμική επιστήμη έχει εμπειρικό χαρακτήρα
Όπως επισημαίνει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, «κατά φύσιν ο νους ενεργεί, όταν τα πάθη έχη υποτεταγμένα, και τους λόγους των όντων θεωρή, και προς Θεόν διάγη9».Αλλά και όταν ο άνθρωπος κινείται ανεξάρτητα από τον Θεό ακολουθώντας το δικό του θέλημα, οι κατακτήσεις και τα επιτεύγματά του δεν παύουν να έχουν κάποια σχέση με το αγαθό. Στο επίπεδο της οντολογίας από την σκοπιά της χριστιανικής θεολογίας υπάρχει μόνο το αγαθό. Το κακό δεν αποτελεί θέση αλλά άρνηση. Αποτελεί άρνηση του αγαθού ή «παράσιτο στο σώμα του αγαθού10». Και ως άρνηση ή παράσιτο του αγαθού, που είναι και το μόνο υπαρκτό, αγκιστρώνεται σε αυτό. Σε οποιαδήποτε λοιπόν περίπτωση, οτιδήποτε και αν κατορθωθεί από τον άνθρωπο, έχει πάντοτε και κάποιο θετικό στοιχείο. Αποσπώμενο όμως από την κατά φύση προοπτική του, προσλαμβάνει αρνητικό χαρακτήρα. Έτσι και στην περιοχή της επιστημονικής έρευνας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί καταρχήν η αξία οποιουδήποτε επιτεύγματος, αλλά χρειάζεται να ελεγχθεί ο σκοπός και η χρήση του. Και γι’ αυτά αποφασίζει ο ανθρώπινος νους.
Σημαντικό στοιχείο σε σχέση με την επιστημονική έρευνα είναι ο σκοπός, για τον οποίο αυτή πραγματοποιείται. Και, όπως είναι φυσικό, η ποιότητα του σκοπού προσδίδει και αντίστοιχη αξία στην έρευνα. Όταν ο σκοπός είναι εξαρχής αρνητικός, δεν μπορεί η έρευνα να θεωρηθεί θετική και να γίνει σεβαστή. Συχνά όμως, ιδιαίτερα στην εποχή μας, η έρευνα γίνεται σεβαστή όχι μόνο ως μέσο για κάποιον σκοπό, αλλά και καθεαυτήν: «Η έρευνα για την έρευνα». Δεν υπάρχει βέβαια αμφιβολία ότι ακόμα και στην περίπτωση αυτή μπορεί να προκύψει κάποιο απροσδόκητο καλό, όπως βέβαια και κάποιο απροσδόκητο κακό. Αλλά μια τέτοια αυτονόμηση της έρευνας την αποσυνδέει τελείως από κάθε ηθικό φραγμό.
Στις λεγόμενες θετικές επιστήμες, όπου δεσπόζει η αρχή της αντικειμενικότητας, κυριαρχούν οι αριθμοί και οι ποσότητες, ενώ ταυτόχρονα παραμερίζονται τα πρόσωπα και οι ηθικές ποιότητες και σχέσεις. Την ίδια μάλιστα τακτική ακολουθούν συχνά και οι κοινωνικές επιστήμες και πρωτίστως η κοινωνιολογία, μολονότι αυτές ασχολούνται με τον άνθρωπο και την κοινωνική του ζωή. Η τακτική αυτή, που επικράτησε στον επιστημονικό κόσμο μετά τον θρίαμβο των θετικών επιστημών, παραβλάπτει τις κοινωνικές επιστήμες και τις απομακρύνει από τον πραγματικό σκοπό τους. Επιπλέον η τακτική αυτή αδικεί την πρόταξη του προσώπου, που συνιστά την αρχή και την πληρότητα του είναι. Από την στιγμή που παραμερίζεται το πρόσωπο νεκρώνεται η ζώσα αλήθεια.
Το χαρακτηριστικό γνώρισμα του πολιτισμού της εποχής μας, όπως και των επιστημονικών ερευνών που πραγματοποιούνται μέσα στο πλαίσιό του, είναι ο παραμερισμός του προσώπου και η υπαγωγή του στο απρόσωπο σύνολο, ή ακόμα και στην άλογη φύση. Ο παραμερισμός αυτός, που εμφανίζεται αφετηριακά ως μεθοδολογικός, είναι και αποδεικνύεται τελικά ουσιαστικός. Ο σύγχρονος πολιτισμός όχι μόνο δεν είναι πνευματοκεντρικός, όπως θα ταίριαζε στον άνθρωπο που ξεχωρίζει μέσα στον κόσμο με το πνεύμα του, αλλά δεν είναι ούτε τεχνοκρατικός, όπως συχνά λέγεται. Βέβαια υπάρχουν πάντοτε τα τεχνοκρατικά στοιχεία, όπως και τα γνωρίσματα εκείνα, που μαρτυρούν τον πνευματικό παράγοντα στον άνθρωπο. Αυτά όμως δεν είναι μόνο ατροφικά αλλά και ατελέσφορα.
Ο πολιτισμός μας έγινε μηχανοκρατικός. Και η μηχανοκρατία δεν έγκειται στην αύξηση της δυναμικής των μηχανών ή των διευκολύνσεων που παρέχουν αυτές στον άνθρωπο, αλλά στην επικράτηση του ψυχρού πνεύματος που καλλιεργούν· έγκειται στην κυριαρχία της μηχανιστικής λογικής που προωθούν και εμπεδώνουν. Και η εποχή μας είναι μηχανοκρατική, γιατί διαμορφώνει τους ανθρώπους «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» των μηχανών· στεγνώνει την καρδιά, μηχανοποιεί τον νου και ισοπεδώνει την προσωπικότητά τους. Όλοι οι άνθρωποι και όλες οι δραστηριότητές τους ανάγονται σε αριθμούς, περιγράφονται με αριθμούς και εγκλωβίζονται στους αριθμούς.
Αλλά ο άνθρωπος παραμένει άνθρωπος, όσο υπάρχει και αναπτύσσεται ως πρόσωπο. Η αρχή του προσώπου είναι η θεμελιώδης αρχή της ορθόδοξης χριστιανικής ανθρωπολογίας, όπως άλλωστε και της θεολογίας. Όταν καταλύεται το πρόσωπο, τότε ούτε ο άνθρωπος παραμένει ως άνθρωπος ούτε ο Θεός λατρεύεται ως ζων Θεός. Εξάλλου ουσιώδες γνώρισμα της «κατ’ εικόνα Θεού» δημιουργίας του ανθρώπου είναι η κυριαρχική του εξουσία. Ο άνθρωπος δεν υπόκειται σε τίποτε και σε κανέναν, αλλά υπάρχει ως δεδομένο ακόμα και για τον ίδιο τον Θεό. Γι’ αυτό και οι σχέσεις του με τον Θεό στηρίζονται στην αρχή της ελευθερίας. Καθετί που τον υποδουλώνει και μειώνει την αξία του ως προσώπου προσλαμβάνει αρνητική αξία.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό είναι φυσικό να προβάλλουν επιτακτικά ορισμένα ερωτήματα για τον σκοπό και την έκταση της εφαρμογής των επιστημονικών ερευνών. Αλλά πριν από όλα χρειάζεται να τεθεί το ερώτημα του Σωκράτη προς τους φιλοσόφους της εποχής του, που προσπαθούσαν να μελετήσουν την φύση: «Άραγε, έλεγε, γνώρισαν οι άνθρωποι αυτοί όσο έπρεπε τα ανθρώπινα πράγματα και επιδόθηκαν στα άλλα, ή άφησαν τα ανθρώπινα και ερευνούν άλλα πράγματα, νομίζοντας μάλιστα πως κάνουν και το καθήκον τους11;»
Πρώτιστο καθήκον του ανθρώπου είναι η έρευνα και γνώση του εαυτού του. Και το μεγαλύτερο λάθος του έγκειται στο ότι συνήθως αδιαφορεί τελείως για την εξέταση και επίγνωση του εαυτού του και ασχολείται μόνο με την έρευνα του κόσμου. Δεν κάνει δηλαδή απλώς μια άδικη κατανομή του ενδιαφέροντός του σε βάρος του εαυτού του, αλλά προχωρεί συχνά σε αποκλειστική μονομέρεια και πλήρη εγκατάλειψη του εαυτού του εν ονόματι της έρευνας του κόσμου.
Το επόμενο ερώτημα που ανακύπτει αναφέρεται στα όρια των ερευνών και των εφαρμογών τους: Επιτρέπεται να κάνει ο άνθρωπος όλα, όσα μπορεί να κάνει; Δεν οφείλει να έχει κάποιους φραγμούς στις έρευνες και στις εφαρμογές τους; Αν ναι, πως μπορούν να καθοριστούν οι επιλογές και οι φραγμοί του αυτοί; Ποιά κριτήρια πρέπει να ισχύσουν; Ποιοί κανόνες χρειάζεται να υπάρξουν; Ιδίως στην εποχή μας, που οι επιστημονικές έρευνες βρίσκονται σε έξαρση και κινούνται σε τεράστιο φάσμα, έχοντας συμπεριλάβει και καταστήσει αντικείμενο πειραματισμού και επεξεργασίας και την ίδια την προσωπικότητα του ανθρώπου, τα ερωτήματα αυτά προσλαμβάνουν τεράστια σπουδαιότητα. Αυτό γίνεται εμφανέστερο στην περιοχή της Βιοτεχνολογίας, όπου διερευνάται η τεχνητή μετατροπή του γενετικού υλικού για την δημιουργία οργανισμών με νέες ιδιότητες και ικανότητες.
Η Βιοτεχνολογία, και ιδιαίτερα η Βιοϊατρική, διάνοιξαν νέες προοπτικές με ευεργετικές συνέπειες για την υγεία και την ζωή του ανθρώπου. Έτσι άλλωστε κατανοείται και το μεγάλο ενδιαφέρον που παρουσιάζουν αυτές στην εποχή μας. Παράλληλα όμως προκάλεσαν και σοβαρές αμφισβητήσεις, που αφορούν την ορθότητα και την νομιμότητα των ερευνών τους σε ορισμένους τομείς. Ο τρόπος αντιμετωπίσεως των ανθρωπίνων εμβρύων, οι πειραματισμοί που γίνονται σε αυτά, η προσπάθεια κατασκευής ειδικών κατηγοριών ανθρώπων, όπως και άλλα συναφή εγχειρήματα, εγγίζουν αδιάκριτα τον άνθρωπο και την ζωή. Εδώ πλέον δεν διακυβεύονται κάποια συμφέροντα ή έστω και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, αλλά η ιδιατερότητα και τελικά η ταυτότητά του.
Η ορθόδοξη θεολογία δεν έχει λόγο να εξετάσει ή να αξιολογήσει την επιστημονική έρευνα καθεαυτήν. Οφείλει όμως να το κάνει αυτό σε σχέση με το αντικείμενο που προσεγγίζει και με τον σκοπό που επιδιώκει. Εφόσον η επιστημονική έρευνα εξυπηρετεί τον άνθρωπο και την ζωή του, είναι φυσικό να την χαιρετίζει και να την επαινεί. Αλλά η έρευνα δεν έχει βούληση ή συνείδηση. Και η εξυπηρέτηση του ανθρώπου δεν εξαρτάται από αυτήν, αλλά από τους στόχους που θέτει και τις διαθέσεις που έχει ο ερευνητής. Το άλλο σοβαρό πρόβλημα που ανακύπτει εδώ είναι ότι ο ερευνητής δεν είναι συνήθως κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο που ενεργεί αυτόνομα και κατά συνείδηση, αλλά διάφοροι απρόσωποι οργανισμοί με δικούς τους στόχους και σκοπούς, που είναι σχεδόν πάντοτε κερδοσκοπικοί ή εξουσιαστικοί.
Αλλά πέρα από αυτά γνωρίζουμε ότι η επιστημονική έρευνα δεν αναζητεί την αλήθεια καθεαυτήν. Δεν ενδιαφέρεται για την αλήθεια που υπερβαίνει την προσκαιρότητα και τις σωματικές αισθήσεις. Κριτήριο της αλήθειας στο επιστημονικό επίπεδο είναι χρηστικότητα και η αντοχή της στην διαψευσιμότητα12. Αυτό σημαίνει ότι κάθε επιστημονική αλήθεια είναι σχετική, και αναγνωρίζεται ως αλήθεια μέχρις ότου διαψευσθεί ή συμπληρωθεί. Η επιστήμη προχωρεί κάθε φορά χρησιμοποιώντας κάποια αλήθεια που διαπιστώνει. Και η επιστημονική έρευνα αποσκοπεί στην επισήμανση και την αξιοποίηση της χρηστικής αυτής αλήθειας. Αλλά η χρήσιμη και συμβατική αλήθεια δεν πρέπει καθόλου να συγχέεται με την θεολογική. Η θεολογική αλήθεια είναι απόλυτη δεν προέρχεται καν από το επίπεδο του κτιστού που είναι συμβατικό, αλλά του ακτίστου που είναι απόλυτο. Χρησιμοποιώντας την αριστοτελική ορολογία θα μπορούσαμε να πούμε ότι η θεολογία αποσκοπεί στα «μη ενδεχόμενα άλλως έχειν», ενώ η επιστήμη στα «ενδεχόμενα άλλως έχειν»13.
Η αλήθεια κατά την ορθόδοξη θεολογία δεν ανακαλύπτεται από τον άνθρωπο, αλλά προσφέρεται απευθείας από τον Θεό. Ο άνθρωπος δεν δημιουργεί την αλήθεια, αλλά την αποδέχεται και την ζει με την τήρηση της θείας εντολής, που είναι «ζωή αιώνιος»14. Έτσι εντάσσεται ο άνθρωπος στο έργο του Θεού και γίνεται συνεργός του για την ανόρθωση και την τελείωσή του. Η αλήθεια λοιπόν αυτή, που ταυτίζεται τελικά με τον Θεό, δεν προσφέρεται ως αντικειμενική γνώση, αλλά ως προσωπική σχέση. Το λάθος όμως, που εμπεδόθηκε στην συνείδηση του νεωτερικού και μετανεωτερικού ανθρώπου με την απολυτοποίηση της επιστήμης, είναι η αναγωγή της επιστημονικής αλήθειας σε απόλυτη αλήθεια· είναι η αδιαφορία και η πλήρης περιφρόνηση της οντολογικής, όπως και κάθε υπερφυσικής αλήθειας.
Η επιστημονική έρευνα με την μεθοδολογική αντικειμενικότητα, που είναι υποχρεωτική και επιβάλλεται στις επιστημονικές έρευνες, οδηγεί αβίαστα στην λήθη της προτάξεως του προσώπου και της αξίας του προσωπικού. Εύκολα τον καθηλώνει στα πράγματα και τον αλλοτριώνει από τον εσωτερικό του κόσμο, από τον «κρυπτόν της καρδίας άνθρωπον»15. Και όταν ο άνθρωπος υποκύπτει στον πειρασμό αυτόν, δεν είναι δυνατό να σκέφτεται και να ενεργεί σωστά ούτε για τον εαυτό του ούτε για τους άλλους·νεκρώνεται πνευματικά και εκπέμπει γύρω του οσμή θανάτου. Ψηλαφητή αποτύπωση του φαινομένου αυτού έχουμε σήμερα όχι μόνο στην κατάσταση της κοινωνίας αλλά και στο φυσικό περιβάλλον. Η μόλυνση και η καταστροφή, που σημειώνονται στο φυσικό περιβάλλον, αντανακλούν την μόλυνση και την καταστροφή, που προηγήθηκαν στον ανθρώπινο νου.
Η επέκταση της μεθοδολογίας των θετικών επιστημών σε ολόκληρο το επιστημονικό φάσμα, απ’ όπου δεν εξαιρέθηκαν ούτε οι κοινωνικές επιστήμες, άνοιξε ολισθηρό δρόμο για την επιστήμη και την επιστημονική έρευνα. Η μεθοδολογία αυτή, χωρίς να είναι καθ’ εαυτήν κακή, αφού άλλωστε εξυπηρετεί ανθρώπινες ανάγκες, αφήνει στο περιθώριο τα κεφαλαιώδη θέματα της ζωής, όπως είναι η αγάπη, ο πόνος, ο θάνατος. Όλα αυτά κινούνται πέρα από την αντικειμενικότητα, γιατί αφορούν τον άνθρωπο ως πρόσωπο και την σχέση του με τα άλλα πρόσωπα και τον κόσμο. Όταν αυτά τοποθετούνται στην προκρούστεια κλίνη της θετικής μεθοδολογίας, είναι φυσικό να ακρωτηριάζονται.
Παραταύτα αξίζει να σημειωθεί ότι όχι μόνο στις κοινωνικές, αλλά και σε αυτές ακόμα τις λεγόμενες θετικές επιστήμες υποχωρεί το μηχανιστικό κοσμοείδωλο και εμφανίζονται θεωρίες που προβάλλουν την οντολογική σπουδαιότητα του ανθρώπου για την προσέγγιση του φυσικού κόσμου. Στην προοπτική αυτήν ολόκληρος ο φυσικός κόσμος κατανοείται περισσότερο ως «διαστρωμάτωση πολλών οντολογικών επιπέδων, όπου το ένα αναφέρεται στο άλλο, χωρίς όμως να χάνει το δικό του οντολογικό περιεχόμενο και την δική του ιδιαιτερότητα. Βέβαια το επίπεδο του ανθρώπου ξεπερνά ασυγκρίτως τα προηγούμενα επίπεδα (φυσικοχημικό, μοριακό, βιολογικό, ψυχικό), εμφανίζοντας νέα οντολογικά χαρακτηριστικά»16, που ανάγονται τελικά στην αρχή του προσώπου. Η αρχή αυτή, που έχει ως κύριο περιεχόμενο την αγάπη, αποτελεί και τον μόνο ουσιαστικό παράγοντα για τον θετικό η τον αρνητικό προσανατολισμό της επισημονικής πορείας και έρευνας.
Η επιστημονική έρευνα δεν θα μπορέσει ποτέ να λύσει η να εξηγήσει τα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου σε σχέση με το νόημα και τον σκοπό της ζωής του για δύο βασικούς λόγους: α) Επειδή αυτά δεν μπορούν να αντικειμενοποιηθούν, και β) επειδή «η λογική αυτού του κόσμου δε θα μπορέσει να κατανοήσει ποτέ πλήρως την αλήθειά του, γιατί ακριβώς αποτελεί μέρος του», ενώ κάθε σύστημα, όπως και ο κόσμος ως σύστημα, μπορεί να κατανοηθεί «μόνο από ένα άλλο σύστημα που το υπερβαίνει»17. Εδώ ακριβώς προβάλλει και η αρμοδιότητα της θεολογίας.
Κατά παράδοξο ίσως για τους θετικούς επιστήμονες τρόπο η θεολογία προσφέρει με μεθοδολογία θετικής επιστήμης εξηγήσεις και λύσεις στα υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου «υπερβαίνοντας» το σύστημα του κόσμου. Η χριστιανική θεολογία δεν δημιουργείται με την προσπάθεια του ανθρώπου να υπερβεί τον κόσμο, όπως συμβαίνει με την μυθολογία η την ανθρωπογενή θρησκεία, αλλά με την «εν ταπεινώσει» αποδοχή της υπερκόσμιας αλήθειας που φανερώνει ο Θεός. Δεν λειτουργεί ως θρησκευτικό εργαλείο αλλά ως οδοδείκτης. Η χριστιανική θεολογία έχει εξαγγελτικό ή αφηγηματικό χαρακτήρα· εξιστορεί την αλήθεια της φανερώσεως και του έργου του Θεού μεταξύ των ανθρώπων.
Η αλήθεια του Θεού δεν επιβάλλεται αναγκαστικά στον άνθρωπο ούτε απαιτεί την άκριτη αποδοχή της εκ μέρους του. Η αποδοχή ή μη αποδοχή της εξαρτάται από την ελευθερία του ανθρώπου. Και αν η πεμπτουσία της αλήθειας αυτής είναι η ανάσταση («ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών»)18, η αδιαπραγμάτευτη προϋπόθεση για την αποδοχή της είναι η ελευθερία. Το δεύτερο λησμονείται μερικές φορές από τους εκπροσώπους του Χριστιανισμού. Αλλά αυτό είναι απαράδεκτο, γιατί χωρίς την προϋπόθεση της ελευθερίας ολόκληρο το έργο της θείας οικονομίας γίνεται ακατανόητο.
Η «διδαχή» του Χριστιανισμού, όπως δηλώνεται από τον ίδιο τον Χριστό, προτείνεται στον άνθρωπο ως υπόθεση προς επαλήθευση και αποδοχή ή απόρριψη, όπως ακριβώς συμβαίνει στις θετικές επιστήμες σε ένα άλλο βέβαια επίπεδο. Ενώ δηλαδή το επίπεδο στο οποίο κινούνται οι θετικοί επιστήμονες είναι ο αντικειμενικός κόσμος, το επίπεδο στο οποίο κινείται η θεολογία είναι το πρόσωπο. Και ενώ οι θετικοί επιστήμονες αναζητούν την αντικειμενική αλήθεια, η θεολογία εξετάζει την αλήθεια της ζωής· την αλήθεια των εντολών που φανερώνεται στο επίπεδο των προσώπων, παρέχει ζωή και ελευθερώνει19.
Η διδαχή του Χριστού δεν μερίζεται, όπως μερίζονται οι διάφορες περιοχές του επιστημονικού επιστητού, αλλά είναι ενιαία και αδιαίρετη. Και αυτό συμβαίνει, γιατί είναι αλήθεια ζωής, και η ζωή είναι ενιαία και αδιαίρετη. Η επιλεκτική αποδοχή και τήρηση της διδαχής του Χριστού, και προπαντός ο παραμερισμός ή ο μετριασμός των εντολών εκείνων, που φαίνονται δύσκολες ή ακατόρθωτες, δεν μπορεί να ευνοήσει τον πραγματικό πειραματισμό της χριστιανικής διδαχής. Άλλωστε όσα παραμερίζονται ή μετριάζονται από την διδαχή αυτήν, είναι συνήθως εκείνα που συνιστούν την ειδοποιό διαφορά της. Έτσι η αγάπη προς τους εχθρούς, όπως και το «μίσος» προς την φιλαυτία, το λεγόμενο «αυτομίσος», αποτελούν ιδιάζοντα στοιχεία της χριστιανική διδαχής, χωρίς τα οποία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί η πλήρης εμπειρική επαλήθευσή της20.
Η αγάπη προς τους εχθρούς και το αυτομίσος είναι τα κατεξοχήν όργανα για τον εμπειρικό πειραματισμό της διδαχής του Χριστού. Το μίσος αυτό δεν είναι αναιρετικό της αγάπης, αλλά αντιθέτως ουσιαστικό γνώρισμά της. Είναι μίσος που διασφαλίζει την αγάπη από παρείσακτα αρνητικά στοιχεία και αποτρέπει την παραφθορά της από την ανθρώπινη φιλαυτία. Ατενίζοντας ο άνθρωπος από την μία πλευρά την αγάπη του Θεού, και από την άλλη την δική του κατάσταση, αισθάνεται αποστροφή και μίσος προς τον αμαρτωλό εαυτό του. Το μίσος αυτό, όπως και η αγάπη που φανέρωσε ο Χριστός, έχoυν κενωτικό χαρακτήρα και δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την εμπειρική επαλήθευση της χριστιανικής αλήθειας.
Η εμπειρική επαλήθευση εδώ, όπως και σε όλες τις εντολές δεν συνιστά αποτέλεσμα εξωτερικής διαδικασίας, αλλά άμεση προσωπική εμφάνεια, που δεν υπόκειται σε καμία εξωτερική ακύρωση ή αμφισβήτηση. Βέβαια όλοι δεν προσεγγίζουν την χριστιανική διδαχή με τον προσωπικό αυτόν πειραματισμό. Αλλά και στο επίπεδο των θετικών επιστημών δεν έχουν όλοι άμεση γνώση των επιστημονικών πορισμάτων. Προσωπική εμπειρία της επιστημονικής αλήθειας έχουν μόνο οι ερευνητές και όσοι ακολούθως επιδοθούν στον πειραματισμό της. Όλοι όμως είναι σε θέση να αποδεχθούν και να απολαύσουν τους καρπούς της. Παρομοίως και στο επίπεδο της θεολογίας προσωπική εμπειρία της θεολογικής αλήθειας έχουν μόνο οι άγιοι που την έζησαν και όσοι ακολούθως επιδίδονται με αυταπάρνηση στην βίωσή της. Αλλά και όλοι όσοι την αποδέχονται και την τηρούν μπορούν κατά το μέτρο της δεκτικότητάς τους να απολαύσουν τους καρπούς της.
Αυτονόητο βέβαια πρέπει να θεωρείται ότι, όπως στις θετικές επιστήμες χρειάζονται τα απαραίτητα μέσα ή όργανα πειραματισμού, έτσι και στον θεολογικό χώρο χρειάζονται τα σχετικά μέσα ή όργανα προσεγγίσεως της αλήθειας. Και πάλι όμως τα μέσα αυτά δεν πρέπει να αναζητηθούν στο επίπεδο του αντικειμενικού κόσμου, όπως συμβαίνει στις θετικές επιστήμες, αλλά στο επίπεδο των προσώπων. Και τα μέσα αυτά είναι· α) η ταπείνωση, για να μπορέσει ο άνθρωπος να δεχθεί την αποκάλυψη του Θεού, κατ’ εικόνα του οποίου δημιουργήθηκε και να μη δημιουργήσει ο ίδιος θεό κατά την δική του εικόνα, και β) η καθαρότητα της καρδιάς, για να δεχθεί σωστά και να μην παραμορφώσει η συσκοτίσει την θεία αλήθεια. Αυτά τα μέσα είναι πρόσφορα όχι μόνο για την αποδοχή της αλήθειας της θείας αποκαλύψεως, αλλά και για την αποφυγή του κινδύνου της θρησκειοποιήσεως.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Χριστός μακαρίζει τούς «καθαρούς τη καρδία», γιατί αυτοί θα δουν τόν Θεό 21. Η καθαρότητα δηλαδή της καρδιάς, που είναι ταυτόσημη με την καθαρότητα του νου, παρουσιάζεται ως προϋπόθεση της θεοπτίας, που αποτελεί την πηγή της εμπειρικής θεολογίας. Η σύνδεση αυτή της καθαρότητας της καρδιάς με την θεοπτία δεν αφορά μόνο τον μέλλοντα αλλά και τον παρόντα αιώνα. Ο μακαρισμός δεν προσδιορίζει χρονικούς περιορισμούς για την θεοπτία, αλλά την συνδέει άμεσα με την καθαρότητα της καρδιάς. Όπως τονίζει και ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, όταν αποκτάται η καθαρότητα αυτή, έρχεται και η θεοπτία. Βέβαια η καθαρότητα της καρδιάς ως αδιάπτωτη κατάσταση αναμένεται στον μέλλοντα αιώνα. Το ίδιο ισχύει και για την θεοπτία. Στον βαθμό όμως που κατορθώνεται μέσα στον κόσμο η καθαρότητα αυτή, ακολουθεί και η θεοπτία22. Η θεολογία της Εκκλησίας είναι σε τελική ανάλυση καρπός θεοπτίας· καρπός αλήθειας που παρέχει ζωή και ελευθερώνει. Και οι αυθεντικοί θεολόγοι της Εκκλησίας ήταν θεόπτες.
*Το παρόν άρθρο υπήρξε εισήγηση σε Ημερίδα Θεολόγων καθηγητών της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Μαγνησίας, Βόλος 12 Μαρτίου 2012 και δημοσιεύεται για πρώτη φορά στην Πεμπτουσία.
Παρατηρήσεις:
1. Γρηγορίου Παλαμά, Θεοφάνης 19, εκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τομ. 2, Θεσσαλονίκη 1966, σ. 244-245.
2. Ιω. 7,17.
3. Ψαλμ. 33,9.
4. Ματθ. 11,29.
5. Ο Γέροντας Σωφρόνιος παρατηρεί: «Μπορούμε να πούμε ότι η σύγχρονη επιστήμη καταδίκασε τον εαυτό της σε φυλάκιση: να μην κινηθεί πέρα από εκείνο το όριο, πίσω από το οποίο δεν εφαρμόζεται, υλικά εκλαμβανόμενη, η εμπειρική μέθοδος». Το μυστήριο της χριστιανικής ζωής, Έσσεξ Αγγλίας 22011, σ. 218.
6. «Πόσοι γαρ στάδιοι γης η θαλάσσης, και πόσοι κινούνται των αστέρων, και πόσον έτερος του ετέρου προέχει τω τάχει, εάν μη ειδώμεν την εν τούτοις αλήθειαν, ουδέν ημίν εμποδίσει προς το επιτυχείν της εν επαγγελία μακαριότητος». Μ. Βασιλείου, Εις Ψαλμόν 14, PG 29,256.
7. Αποκ. 1,8.
8. Αρχιμ. Σωφρονίου, ο.π., σ. 124.
9. Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια περί αγάπης 4,45, PG 90,1057C.
10. Βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Ο Έσσεξ Αγγλίας 102003, σ.151.
11. Βλ. Ξενοφώντος, Απομνημονεύματα l,1,11-12.
12. Αναλυτικά για το θέμα αυτό βλέπε στο έργο του K. Popper, The Logic of Scientific Discovery, Routledge, London- New York 2002, σ.17-21 και 57-73.
13. Βλ. Αριστοτέλους, Ηθικά Νικομάχεια VI,2,1139a 7-8· Φυσικά Δ,12, 221b – 222 a 9.
14. Βλ. Ιω.10,50.
15. Αʹ Πέτρ. 3,24.
16. Γ. Παύλου, Νόστος ασύμμετρος προσώπου, τομ.1, Αθήνα 1994, σ. 59.
17. Π. Παναγιωτόπουλου, Φυσικές επιστήμες και θεολογία, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 55.
18. Αʹ Κορ. 15,14.
19. Βλ. Ιω. 8,31-32· 12,50.
20. Βλ. π.χ. Ματθ. 5,46.
21. Ματθ. 5,8.
22. Βλ. Συμεών Νέου Θεολόγου, Ηθικά 5,106-125, εκδ. J. Darrouzès, «Sources Chrétiennes», τομ. 129, σ. 86-88.
http://www.pemptousia.gr/2012/07/%CE%B8%CE%B5%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%B5%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B3%CE%BD%CF%89%CF%83%CE%B9%CE%BF%CE%BB%CE%BF/
amnos- Αριθμός μηνυμάτων : 1146
Ημερομηνία εγγραφής : 08/03/2013
Απ: Αυθεντική Θεολογία και Πνευματική Αποστασία Πλάνης
vas019 έγραψε:Μητροπολίτης Ναυπάκτου π.Ιερόθεος
Για να είμαστε ορθόδοξοι και να έχουμε την βεβαιότητα της σωτηρίας μας δεν μας χρειάζεται καμμιά νεοπατερική, μεταπατερική και συναφειακή θεολογία. Μας χρειάζονται δύο πράγματα: Το πρώτο, να μείνουμε σταθεροί, όπως έχουμε καθήκον, στην ορολογία των Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων, γιατί αυτή η ορολογία αποτελεί σημαντικό μέρος της Ορθοδόξου Παραδόσεως, το αληθινό και αυθεντικό consensus patrum, αλλά να μείνουμε εδραίοι και στην αποκεκαλυμμένη αλήθεια που δόθηκε στους Πατέρες. Και το δεύτερο, να αναζητήσουμε «ζωντανούς οργανισμούς», οι οποίοι ζουν μέσα στο «πνεύμα» του Ευαγγελίου και των Οικουμενικών Συνόδων, δηλαδή βιώνουν τις ορθόδοξες προϋποθέσεις των δογμάτων για να μας καθοδηγήσουν σωστά στην βίωση του δόγματος.
Δυστυχώς, μερικοί που ομιλούν για νεοπατερική, μεταπατερική και συναφειακή θεολογία έχουν πρόβλημα και με τις δύο αυτές προϋποθέσεις, δηλαδή και με τους όρους των Οικουμενικών Συνόδων και με τους «ζωντανούς οργανισμούς» της εκκλησιαστικής ζωής.
Αν η θεολογία δεν εκφρασθή εμπειρικώς, γίνεται στοχασμός και κουράζει τους ανθρώπους, και αν η εμπειρία δεν στηριχθή στην θεολογία των Οικουμενικών Συνόδων είναι μια ατομική ευσέβεια, η οποία μπορεί να έχη «συναφειακά» στοιχεία με όλες τις άλλες ανατολικές παραδόσεις. Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης φαίνεται ενοχλητικός για τους στοχαστικούς, φιλοσοφούντες θεολόγους που διακατέχονται από την «στοχαστική αναλογία», κατά την έκφραση του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Ακόμη, αυτός είναι ο λόγος, κατά την γνώμη μου, που αμφισβητούνται από μερικούς σύγχρονες, σημαντικές αγιορειτικές μορφές, όπως ο π. Πορφύριος, ο π. Παΐσιος, ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, ο Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ κλπ. Ενοχλεί την σύγχρονη συγκρητιστική θεολογία ο βίος και η διδασκαλία των συγχρόνων «ζωντανών οργανισμών» της εκκλησιαστικής ζωής.
Σε μια εισήγησή μου που έγινε στο παρελθόν προκειμένου να τεκμηριώσω την θεωρητική διδασκαλία της Εκκλησίας χρησιμοποίησα κείμενα του π. Πορφυρίου, ενός εξαγιασμένου Ιερομονάχου της εποχής μας. Αισθάνθηκα βαθύτατη έκπληξη όταν ορθόδοξοι θεολόγοι και Κληρικοί, που ήταν παρόντες, διαφώνησαν με την αναφορά μου σε λόγους του π. Πορφυρίου, διότι σύμφωνα με την άποψή τους, με τον τρόπο αυτό «ιδεολογοποιείται» η ορθόδοξη πίστη.
Η έκπληξή μου ήταν βαθύτατη διότι ακόμη και στην επιστήμη η αναφορά σε ανθρώπους, που παράγουν ένα καλλιτεχνικό η φιλοσοφικό έργο είναι τεκμήριο γνησιότητος, ενώ για μερικούς συγχρόνους θεολόγους η αναφορά σε ανθρώπους που ζουν την πραγματική ορθόδοξη θεολογία θεωρείται ιδεολογοποίηση. Έχω απομαγνητοφωνήσει όλη αυτήν την συζήτηση και εάν κάποτε δημοσιευθή, τότε θα αποκαλυφθούν «εκ πολλών καρδιών διαλογισμοί».
Αυτός είναι ο λόγος, κατά την γνώμη μου, για τον οποίο επιδιώκεται η μετάφραση της θείας Λειτουργίας και άλλων λειτουργικών κειμένων και στην πραγματικότητα επιχειρείται «η απομυθοποίηση» της λειτουργικής και βιβλικοπατερικής γλώσσας.
Δεν εξηγείται διαφορετικά η προσωπική επίθεση μερικών εναντίον εκείνων που με θεολογικό λόγο εκφράζουν τον σεβασμό τους στο γλωσσικό ιδίωμα της θείας Λειτουργίας. Αν η λειτουργική γλώσσα απωλέση τον πατερικό και θεολογικό λόγο, τότε γίνεται μια «συναφειακή», «μεταπατερική» λειτουργική γλώσσα, που μπορεί να χωρέση σε όλους τους σύγχρονους συγκρητισμούς.
Άλλωστε οι περισσότεροι από αυτούς, που υπεραμύνονται της μεταφράσεως των λειτουργικών κειμένων και επιτίθενται με εμπάθεια και απρέπεια εναντίον εκείνων που εκφράζουν μια άλλη σκέψη, ανήκουν σε αυτό το κλίμα της «μεταπατερικής» και «συναφειακής» θεολογίας. Το ίδιο συμβαίνει και με αυτούς που αρνούνται την ισχύ των πατερικών λόγων για την εποχή μας. Θέλουν να αφήσουν ελεύθερο τον χώρο για κάθε στοχασμό και συγκρητισμό.
Συμπερασματικά, θεωρώ ότι η μοντέρνα θεολογία που αποδεσμεύονται από τους Πατέρες και εκφράζεται με βαρύγδουπους όρους, δήθεν από αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο, είναι επικίνδυνη για την Εκκλησία και την θεολογία της. Είναι πραγματικά ένας στοχαστικός τρόπος θεολογίας, ένας λαϊκισμός που εξασκείται από «χειροτονητούς θεολόγους», λόγω μιας κακής ερμηνείας του «βασιλείου ιερατεύματος».–
http://trelogiannis.blogspot.gr/search/label/%CE%A0%CE%B1%CF%84%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82%20%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CE%BF%CF%82
amnos- Αριθμός μηνυμάτων : 1146
Ημερομηνία εγγραφής : 08/03/2013
Απ: Αυθεντική Θεολογία και Πνευματική Αποστασία Πλάνης
vas019 έγραψε:ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ Τσελεγγίδης ΠΑΡΑΠΑΝΩ..ΠΟΥ ΜΙΛΑΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΙΔΙΟ ΤΟΥ ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΑ ΣΠΟΥΔΩΝ..
ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΟΥΝ ΜΕΡΙΚΟΙ ΤΙΣ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΕΣ ΠΛΑΝΕΣ ΠΟΥ ΜΠΑΙΝΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ...
ε) Το περιεχόμενο σπουδών της ακαδημαϊκής θεολογίας. Ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα
Αξιοποιώντας κάποιο ανεπεξέργαστο ερευνητικό υλικό, που προέκυψε από μια εμπειρική έρευνα, την οποία διεξήγαγε ο Τομέας Δογματικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης[13], θα ήθελα να παρουσιάσω θέσεις πολλών συναδέλφων της Θεσσαλονίκης, γιατί νομίζω, ότι θα μπορούσαν να προκαλέσουν σοβαρό προβληματισμό για το μέλλον της Ορθόδοξης ακαδημαϊκής θεολογίας μας.
Από τις απαντήσεις στο ερώτημα, αν υπάρχει σήμερα κέντρο αναφοράς των θεολογικών σπουδών, προέκυψε, ότι δυστυχώς τέτοιο κέντρο δεν υπάρχει στις σπουδές. Οι σπουδές, υπογραμμίστηκε με έμφαση, ακολουθούν ξένα πρότυπα και έχουν Δυτικό, και ειδικότερα Προτεσταντικό, χαρακτήρα. Υπάρχουν απλώς διάφορα μαθήματα χωρίς κεντρικό σχεδιασμό, χωρίς οργανική ενότητα, με αποτέλεσμα να παρέχονται αποσπασματικές γνώσεις και οι φοιτητές να μην έχουν σωστή θεολογική κατάρτιση και παιδεία[14]. Μάλιστα οι γνώσεις, που δίνονται στις προπτυχιακές σπουδές, χαρακτηρίστηκαν ως εγκυκλοπαιδικού χαρακτήρα γνώσεις.
amnos- Αριθμός μηνυμάτων : 1146
Ημερομηνία εγγραφής : 08/03/2013
Απ: Αυθεντική Θεολογία και Πνευματική Αποστασία Πλάνης
vas019 έγραψε:ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ...
Στο τέλος όμως του 20ου και αρχές του 21ου αιώνα έχουμε σαφή φαινόμενα εκτροπής. Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε, ότι δυστυχώς στις μέρες μας, σε πολλές περιπτώσεις, έχουμε επιλεκτική επαναπρόσληψη της Δυτικής θεολογικής σκέψεως και ζωής από την Ορθόδοξη ακαδημαϊκή θεολογία και υιοθέτηση της επιστημονικής θεολογικής μεθόδου της Δύσεως, η οποία εξαντλείται στο επίπεδο της κτιστής εμπειρίας και αγνοεί, ή δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη της την χαρισματική εκκλησιαστική εμπειρία και την διπλή θεολογική μεθοδολογία. Υπάρχει έντονη δυναμική σ’ αυτήν την κατεύθυνση σήμερα. Πανεπιστημιακά συγγράμματα, άρθρα και διαλέξεις σε επιστημονικά συνέδρια πιστοποιούν κατά περίπτωση το γεγονός. Κριτήριο της σύγχρονης αυτής θεολογικής εκφράσεως εμφανίζεται να είναι ο ορθός λόγος και η γνώση του Δυτικώς θεολογείν, μερικές φορές μάλιστα σε τέτοιο σημείο, που ακαδημαϊκοί δάσκαλοι των Θεολογικών μας Σχολών να αγνοούν και αυτήν την πρωτογενώς εκφρασθείσα μετοχή του ακτίστου από τα θεωμένα μέλη του σώματος του Χριστού, ή να αδυνατούν να την κατανοήσουν ως αυθεντική έκφραση της Ορθόδοξης θεολογίας. Έτσι, δεν λείπουν θεολογικοί στοχασμοί και ερμηνευτικές ακροβασίες, που είναι τελείως ξένες προς την διαχρονικώς εκφρασθείσα εμπειρία του ακτίστου στο πλαίσιο της Εκκλησίας. Χαρακτηριστικό των εκφραστών αυτής της δυτικότροπης θεολογίας είναι η επιστημονική αλαζονεία και παράλληλα η υποτίμηση της χαρισματικής εμπειρίας. Αυτό μεταφράζεται στην πράξη ως διαχωρισμός της θεολογίας από την πνευματική ζωή, και συνιστά την αλλοτρίωση από την Ορθόδοξη Παράδοση.
amnos- Αριθμός μηνυμάτων : 1146
Ημερομηνία εγγραφής : 08/03/2013
Απ: Αυθεντική Θεολογία και Πνευματική Αποστασία Πλάνης
vas019 έγραψε:ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΚΑΘΗΓΗΤΗ, ΠΟΥ ΕΠΑΥΞΑΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΛΙΓΑ ΛΕΕΙ..
Η Ορθόδοξη ακαδημαϊκή θεολογία, πάντως, δεν καλείται να υποκαταστήσει την χαρισματική θεολογία, ούτε όμως δικαιούται να παρουσιάζει άλλην, εκτός από την αυθεντική Θεολογία της Εκκλησίας. Έργο της είναι να προσεγγίζει, να διερευνά και να παρουσιάζει επιστημονικά το περιεχόμενο της πρωτογενούς Θεολογίας της Εκκλησίας, να διακρίνει και να γνωστοποιεί τα κριτήρια της αληθινής θεολογίας.
Με τον τρόπο αυτό θα πετυχαίνεται και θα ισχυροποιείται όλο και περισσότερο η σύζευξη της χαρισματικής με την ακαδημαϊκή θεολογία. Και όλα αυτά θα προωθούνται, μόνον όταν ως εκφραστές της ακαδημαϊκής θεολογίας δεν θα είμαστε ανυποψίαστοι και ως προς τα βιωματικά δεδομένα.
Η ακαδημαϊκή θεολογία, όταν δεν έχει τις παραπάνω προδιαγραφές, όταν στερείται, την βιωματικώς εκκλησιαστική εκφορά της, είναι στοχαστική θεολογία και πτωχή πνευματικώς. Προσεγγίζει με κτιστό τρόπο την πραγματικότητα και εκφράζει, στην καλύτερη περίπτωση, ελλειπώς τα πράγματα και σε ορισμένες περιπτώσεις, δυστυχώς, και εσφαλμένα.
amnos- Αριθμός μηνυμάτων : 1146
Ημερομηνία εγγραφής : 08/03/2013
Απ: Αυθεντική Θεολογία και Πνευματική Αποστασία Πλάνης
vas019 έγραψε:Υπάρχουν δύο είδη θεολογίας: το έν -ευρέως γνωστόν κατά τους παρελθόντας αιώνας- είναι η επαγγελματική καθέδρα του πολυμαθούς, το άλλο η συσταύρωσις μετά του Χριστού, η γνώσις Αυτού εν τοις ενδομύχοις της καρδίας. Το πρώτον είδος είναι προσιτόν εις το πλήθος των διανοητικώς πεπροικισμένων ανθρώπων, των προτιμώντων την φιλοσοφικήν προσέγγισιν της θεολογίας. Η πραγματική δε πίστις εις την Θεότητα του Χριστού, ήτις εκφράζεται δια ζωής συμφώνου προς το πνεύμα των εντολών Αυτού, δεν είναι απαραίτητος δι' αυτούς. Το δεύτερον είδος είναι θεολογία ομολογίας, ήτις γεννάται δια του βαθέος φόβου του Θεού εν τω πυρί της φλογεράς μετανοίας, ήτις εισάγει εις την οντολογικήν πραγματικότητα δια της εμφανίσεως του Ακτίστου Φωτός. Η ακαδημαϊκή θεολογία εν συνδυασμώ μετά της ζώσης πίστεως δίδει αγαθά αποτελέσματα. Ευκόλως όμως «εκφυλίζεται», αποβαίνει αφηρημένη θεωρία, παύει να είναι εκείνο, όπερ παρατηρείται εν τη ζωή των Αποστόλων, των Προφητών και των Πατέρων ημών, τουτέστιν άμεσος ενέργεια του Θεού εν ημίν ...
Η Αγία Τριάς είναι Θεός Αγάπης. Η αγάπη, περί της οποίας γίνεται λόγος εν τω Ευαγγελίω, είναι άκτιστος ζώσα ενέργεια της ανάρχου Θεότητος. Ίδιον αυτής είναι να ενοί ημάς εν αυτώ τούτω τω είναι. ..... φυσική αύξησις εν τω Πνεύματι μέσω της διαμονής εν τω Θείω χώρω δια της τηρήσεως των εντολών του Χριστού. Ο νους αίφνης αποκτά γνώσιν και εκφράζει αυτήν δι' ανθρωπίνων όρων. Τούτο έρχεται ως λάμψις αστραπής, όταν η καρδία πυρούται δια της αγάπης. Τούτο είναι το "θαυμαστόν φως" της αιωνιότητος, εις το οποίον πάντες ημείς εκλήθημεν. Η συσσώρευσις τοιούτων στιγμών ελλάμψεως της συνειδήσεως ημών εν τη πείρα της Εκκλησίας ωδήγησεν οργανικώς εις την σύνθεσιν αυτών εις έν όλον. Ούτως εμφανίζεται η πρώτη απόπειρα συστηματοποιήσεως της ζώσης θεολογίας, ήτις εγένετο υπό του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, ανδρός ωσαύτως πλουσίου και κατά την προσωπικήν αυτού πείραν. Η ματαίωσις της θαυμαστής αυτής αναβάσεως προς τον Θεόν ... προέκυψεν εις εποχάς παρακμής της ζώσης πείρας
δια της τάσεως υποβολής των δεδομένων της Αποκαλύψεως εις την κριτικήν του λογικού ημών, δια της στροφής προς την "φιλοσοφίαν της θρησκείας".
Έπακόλουθον τούτου είναι τα σχολαστικά συστήματα θεολογίας, εν τοις οποίοις επικρατεί η φιλοσοφία και ουχί το πνεύμα της ζωής.»
Γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ (Essex)
http://misha.pblogs.gr/tags/ger--sofronios-gr.html
amnos- Αριθμός μηνυμάτων : 1146
Ημερομηνία εγγραφής : 08/03/2013
Παρόμοια θέματα
» Θεολογία και Εκκοσμίκευση
» περι Πλανης του Πονηρου με ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ 2 ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΩΝ...
» πνευματική ζωή..
» Πνευματική Αντιμετώπιση
» Μπορούμε να παράγουμε ερμηνείες και θεολογία σημερα?
» περι Πλανης του Πονηρου με ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ 2 ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΩΝ...
» πνευματική ζωή..
» Πνευματική Αντιμετώπιση
» Μπορούμε να παράγουμε ερμηνείες και θεολογία σημερα?
Σελίδα 1 από 1
Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή
Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης